Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Β. & Λ.

χαζή καρδιά
καλή καρδιά
όταν ξαναμοιράσεις τον κόσμο
να θυμηθείς μόνο τα καλά μας

και τα άλλα στον αγύριστο

από εκεί που ξεκινήσαμε
σαν αστείο
και μας πήγανε καροτσάκι
                             καρσί
για άλλα αστεία ( θιάσος απλήρωτος - τσούρμο αγαθομούνικο
να αναρωτιέται για το καιρό
και ποιος ψόφησε από τα γέλια ).
 

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Being happy is part of being crazy, λέει. . .



 Από τα ΚΤΕΛ ποδαράτι μέχρι το σπίτι. Τι ωραία να ακούω την φωνή σου, σαν να με πιάνεις από το χέρι και λες μην δίνεις σημασία, προχώρα, μια ανάσα μια επιτύχια - τσιγαρόβηχας με ηχώ, Μαρίκα μου, τον συνεχίζω εγώ και κάνω ότι πνίγομαι. Πρόβες, ματάρες μου. Πρόβες, μια δεκαπενταετία. . . και ζούμε. Τα χουφτώνω όλα από την αρχή και οι ιστορίες μου τελειώνουν - όταν τελειώνουν οι ιστορίες, τελειώνουν και οι φίλοι. Μούρες μένουν μόνο.

Τριγυρίζω στους γέρους πάλι. Ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες - όχι συμπεράσματα, όχι αριθμοί. Τα υπόλοιπα παπατζιλίκι. Έστω και καλοπροαίρετο.

Χθες ξενάγησα ένα Γάλλο κάπου είκοσι χρονών που μπλέχτηκε με οικολογία και πολιτική και ήρθε στην Θεσσαλονίκη να βρει άλλους με τις ίδιες ανησυχίες να τα πούνε και να οργανωθούν.

Είχατε το ίδιο μπόι αλλά αυτός ήταν καστανόξανθος με γένια και μιλούσε τα γαλλικά καλύτερα από εσένα.

 Δεν του είπα Zoot Allures. Ήμανε καλός. 
Όπως στην Αθήνα.

Τον γύρισα όλο το κέντρο και έλεγα ό,τι θυμόμουν με τα σπασμένα αποικιοκρατικά μου για τις εκκλησίες και τα φαγάδικα, για το κοτζαμάνικο. Σταματούσα πότε πότε στα περίπτερα για καμιά μπύρα. Ο Γάλλος - Τίο τον λέγανε - με ρώτησε γιατί πίνω. Του είπα ότι φταίει ο πούστης ο Petain. Γέλασε και συνεχίσαμε. Τον ρώτησα και για τον Celine, μου είπε Voyage au bout de la nuit και κούνησα την κεφάλα μου.

Τον άφησα και εκεί που θα τα έλεγε με τους άλλους και γύρισα σπίτι.

  Δεν βγάζω συμπεράσματα ούτε συγκρίνω πια.
  Τις μάγισσες δεν τις έκαψα.
  Τις άφησα να φέξουν μοναχούλες τους.
  Κάψανε άλλους,
  κάνανε και παιδιά.

       Δεν άλλαξαν πολλά. . . Τα ρούχα μόνο.

      Τηλέφωνο από Γερμανία.




Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

του

Το μελάνι από τις σελίδες
στρωμένο τώρα στο τομάρι

 ό,τι είχε να πει, το είδε
 απάνω του να βολτάρει
 λες και τα ήξερε όλα
 πιωμένο χωρίς να πνιγεί
                         να πνίξει

έτσι,
κάτι να γδάρει
να ζει καλό
κάτι να βγάλει

και το γέλιο από τα μέσα
το κεφάλι του σπάει.





Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Πάλι

 

  Ο παλιός μου πεθερός / συνταξιούχος γκεσταπίτης / και μετακομίσεις / πολλές μετακομίσεις / με περισσότερα πράγματα κάθε φορά και κάθε φορά ψηλότερα / πέμπτος όροφος, έκτος όροφος, με ένα ασανσέρ που χωράει μόνο τον ενοικιαστή του σπιτιού / θυμάμαι τον πατέρα να μου λέει για ένα πιάνο που ανέβασε στις δωδεκαόροφες  στην Λαγκαδά / απέναντι από το σπίτι του Αργάμη / ΄΄Ωραίο όργανο το πιάνο, αρκεί να μην χρειάζεται να το ανεβάσεις δώδεκα ορόφους΄΄ / βαριά μουσική παιδεία / δόξα και τιμή στην χαμαλαρία.

  Ο παππούς πονάει και ρίχνει πάνω του ούζο και κάνει εντριβές και σκέφτομαι τον άλλον παππού τον Σκορδά / που έλεγε ότι νερό πίνουν μόνο τα γαϊδούρια /  και έριχνε μέσα του το ούζο - μόνο ούζο, όχι τσίπουρο / για να κάνει κεφάλι και να ανεβάσει την πίεση της γιαγιάς. Ο Σκορδάς γενικά ανέβαζε την πίεση των άλλων / δεν φώναζε όμως ποτέ, δεν γελούσε ποτέ / εκτός από μια φορά που με ρώτησε κάτι και του είπα ΄΄Παιδιά είμαστε, ρε παππού;΄΄ και μια άλλη φορά που ανακάλυψα ότι δεν ήταν στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου με τον Ζέρβα, τον Βελουχιώτη και τον Γουντχάουζ.

  Πάλι στις μετακομίσεις των άλλων / γυμναστική με ανιδιοτέλεια και καλαμπούρια / σαν σερβιτόρος χωρίς δίσκο, μπουκάλια, ποτήρια και ρέστα  / από δω, εκεί / από εκεί, πάντα πιο πέρα και πιο ψηλά.

  Μια μέρα θα τα βάλω στην σειρά αυτά τα πράγματα  - ένα τσέλο, πίνακες ζωγραφισμένους με κέφι, πενηντάρια οπλοπολυβόλα, την νεκρή νύφη του Burton, ένα υπέρδιπλο στρώμα για μάχες σώμα με σώμα και νταλαβέρι μπες - βγες συμβατικό με προοπτικές 70 τ.μ., με λογάκια και ρόλους (από την Τριανδρία μέχρι την Μελενίκου με άλλους πέντε, πάνω στους ώμους μας, σαν επιτάφιος και οι οδηγοί δίπλα μας να κορνάρουν και να φωνάζουν στην πομπή μας), ψυγεία,  χαλιά, πλυντήρια,  κολώνες αλουμινίου, μπουκάλια γεμάτα και μπουκάλια πιο άδεια, βαλίτσες φίσκα στα χειρόγραφα και ανθρώπους χειρόγραφους στα τέτοια αυτών που βγάζουν νόημα, συμπεράσματα και ψυχές - όλα σε μια σειρά, να φτάνουν ως την πόρτα σου / θα είναι όλα εκεί /  η μέση μου θα ξέρει ακριβώς πόσο ζυγίζει το καθένα / και αυτό θα είναι το μόνο που θα ξέρω.

- Εσένα ποιος θα σε κουβαλήσει;
- Εγώ.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Σ.


  Από το τίποτα, ξεκουρδιστάν μελωδικό, ο ρυθμός, μπινελικι όρθό και οι αρθρώσεις να λαλάνε μια ιστορία με μάπες πατημένες κι άλλες παραχαϊδεμένες, όλα ένα - μια εικόνα, έρωτας και μπες/βγες και το νοήμα όταν μας θάψουν οι  επαΐοντες - και όχι τίποτα σκιτζήδες με πτυχίο. 

-  Αυτοί όμως δίνουν και ένα μεροκάματο σε αυτούς που σιάχνουν κορνίζες. . . Χαμένε.

- Σαν τα σκατόμουτρα που δίνουν μεροκάματο σε εκείνους που στήνουν αγάλματα ή ιστορικούς, σαν τις μύγες, όλοι μαζί, γύρω από το σκατό που θέλει να μείνει αξέχαστο.


Μαζί σου αδερφάκι.


  Μαζεύω τα χαρτάκια από τα καρέλια, να σου δώσω ένα μικρό πάκο, να το κάνεις με λίγες κινήσεις - σαν να τις ξέρεις εσύ μόνο - καραβάκια. . . Αφήσαμε κι ένα στην παραλία. . . Μετά ήρθε η ηθοποιός - με κέρασε μπύρα - οι μουσικάντηδες  που θα κάνουν παπάδες, δεν θα πουλήσουν παπά και η παθητική μαστούρα. . . Δελτίο καιρού να δώσω; Στα κουτουρού. . . Όπως αυτοσχεδιάζω και σου μοιάζω. . . Μαλάκες θα πέσουν από τα σύννεφα. και τα από κάτω αναρωτιούνται. . . Το πιστοποιητικό γέννησης, στοιχείο ενοχής καραμπινάτο και οι καραμπίνες στις εκπτώσεις, με σιγαστήρα, να μην ενοχλούν. . . Το καριολίκι πως φωσφορίζει πάλι και θα βρούμε ξανά τον δρόμο μας στα σκοτάδια. Τρεις αιώνες γελάμε και θάβουμε αυτούς που φύγανε αδιάβαστοι από τις αδέσποτες. . . Τα ξέρουμε, τα βλέπουμε, περνάνε από πάνω μας και νομίζουν ότι μας έχουν. . . Νομίζουν.




Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

το άλλο


 Πιτσιρικάς, στο δημοτικό, δεκαετία του έξηντα, με δεμένο το ένα του χέρι. . . Θα μάθεις να γράφεις με το δεξί. . . Δεν είναι πράγματα αυτά. . . και ξύλο. . . Μια, δυο, τρεις, τον βουτάει η δασκάλα και τον πάει στο γραφείο του Διευθυντή.

- Κύριε Διευθυντά. . . Ο μικρός από εδώ, γράφει με το άλλο.
- Ναι, ε;
- Μάλιστα.
- Ρε, γιατί γράφεις με το άλλο;

 Ο μικρός δεν ήξερε το γιατί.
 Δεν είπε τίποτα.

- Φωνάξτε την μητέρα του. Αύριο να έρθει.

 Ήρθε η μάνα του και ο Διευθυντής το αμόλησε. Γράφει με το άλλο.  - Μα αυτά είναι από τον Θεό, τι φταίει το παιδί; - Δεν είναι από τον Θεό αυτά, κυρία μου. . . Θα μάθει με το δεξί. 

  Και του το δέσανε το άλλο, να μάθει με το δεξί. . . Και ξύλο πολύ. . . Όχι μόνο εκείνο, αλλά και άλλα παιδάκια. . . Τότε που και το ΄΄ρε΄΄ ήταν βρισιά. Φτιάχνανε αβέρτα ρουφιάνους. . . Άμα ακούσετε τίποτα, να το γράψετε σε ένα χαρτί και το πρωί το θέλω στην έδρα μου. Ωραίες εποχές. . . Δεν τα ζήσαμε αλλά μας λένε ότι είχανε ανοιχτές πόρτες τότες. . . Η μάνα του, όταν τέλειωσε το δημοτικό, τον έβγαλε από το σχολείο - δεν είχε και καμιά αγάπη για αυτό - και τον έστειλε σε ένα ξυλουργείο να μάθει την τέχνη.  Μαραγκός. . .Σαν τον άλλονα πριν βγει στην γύρα, που δούλευε μαραγκός στον πατέρα του, πόσα χρόνια πριν τον σταυρώσουν.



Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Cucamonga

  
 Στην προηγούμενη ζωή σου, ήσουν σίγουρα περτσιναδόρος χειρός (Σαν περτσίνια πρέπει να χώνονται οι λέξεις. . .) και στην επόμενη μυστρί. . . Θα ήσουν τότε και θα είσαι μετά χρήσιμος, γκραν μανάρι - τώρα όμως. . .Ανταποκρίσεις και ειρωνείες, ανταποκρίσεις και ειρωνείες - τίποτα της προκοπής, γκραν Μανάρι. . . Στο φινάλε, εκεί που η μέση σου θα βγει στην σύνταξη και θα γίνεις σαν σίγμα τελικό, εσύ θα το κάνεις να φανεί υπόκλιση και η αυλαία θα πέσει να σε πλακώσει. . . Θυμήσου τα προτελευταία λόγια και αυτοσχεδίασε με τα τελευταία.

- Από που είσαι; 
- Από την Cucamonga, όχι της Ευρυτανίας.
- Και πως ήρθες εδώ;
- Ολόκληρος.

. . . 


 Μπάσο γέλιο, σαν να ξεκινάει από της πατούσες και στο ενδιάμεσο να τρακάρει με όλα τα χαλασμένα όργανα που την δουλειά τους, για την ώρα την κάνουν. Φοράει γυαλιά ηλίου, ελάχιστα μεγαλύτερα από το κεφάλι του και μπαίνει στο λεωφορείο. Για μια στιγμή σκέφτεται να φωνάξει - Ποιον κοροιδεύετε ρε; Πείτε το τώρα. . . αλλά βρίσκει αμέσως θέση και βολεύται. - Βολεύτηκα. Δεν με σηκώνουν τώρα. . . Μπαίνουν συνέχεια. Κόσμος με τις πετσέτες του, κουρεμένοι όλοι σαν γίδια πριν τα βράσουν και με τατουάζ. Ένας έχει την Παναγία του, άλλος ονοματάκι αγαπημένο κι άλλος λατινικό ρητό που τα λέει όλα. . . Ζωγραφιές, σοφία και αγάπη απάνω σε τομάρι. . . Μελάνι και κακό. . . Αν το γδάρεις, μάλλον χαλάει. . . (Οι τατουατζήδες κλέφτες θα γίνουν; Άσε μας από δω. . .) Μετά αρχίζουν τις συζητήσεις. Ο μπροστινός του, κάπου δεκαέξι δεκαεφτά, αγορεύει. . . - Εσύ - και δείχνει άλλο γίδι - που έχεις να πατήσεις στην εκκλησία από την βάφτιση σου, είσαι λιγότερο υποκρίτης από τους άλλους που φάγανε τα νιάτα τους εκεί μέσα. . . Είναι απλό, εγώ τα ξέρω. . . Αν άνοιγε εκείνη την στιγμή το κεφάλι του θα φαινόταν ένα κασετόφωνο μέσα. Παπαγαλία - σαν φοιτητής - τα έλεγε, αλλά τα ένιωθε και ο απέναντι κουνούσε το δικό του κεφάλι, συμφωνώντας - εκείνος ηχογραφούσε εκείνη την ώρα, να τα πει μετά, όπως τα άκουσε, αλλού.
  Πίσω είχε πιο ενδιαφέρον το πράμα. Προσπαθούσε μια παρέα να κάνει ρίμα, το Φιέστα με το ΧέσταΠως δεν το σκέφτηκα εγώ, νούνιζε εκείνος. Αυτοί όμως είναι τέσσερις, εγώ ένας, καταλήγει. Λέγεται ότι ο Καβάφης, όταν ζούσε, πριν τον σβερκώσουν οι φιλόλογοι και τον βάλουν στο φούρνο, δούλευε ένα ποίημα του και δέκα χρόνια. Αυτοί ιδρώνουν κάπου ένα τέταρτο. . . Έχουν δρόμο ακόμα αλλά το πάνε καλά.
 Από τους τέσσερις λουφάρει ένας από το ποίημα - ο κοντός. Και μπινελικιάζει τον απέναντι του - το λελέκι. . . Γαμώ το σπίτι σου / Πάρε τα αρχίδια μου και έλα να με βρεις / Θα σε γαμήσω αλλά δεν θα θες και πάει βρίζοντας. Το λελέκι δεν αντιδράει. Το λελέκι,αν θέλει, τον κάνει μπρελόκ τον κοντό αλλά δεν θέλει.

 Όλοι οι γέροι είναι όρθιοι. Κάνεις δεν δίνει την θέση του.  Ό,τι και να ψήφισαν. Εκείνος περιμένει και δικαιώνεται χωρίς να πεθάνει. Μπαίνει μια έγκυος πρησμένη και της δίνει την θέση του.

- Ευχαριστώ πολύ.
- Αγοράκι ή κοριτσάκι.
- Αγόρι και κορίτσι. Δίδυμα.
- Σετ ε; 
- Ναι. . . χαμογελάει.
Είστε υπέροχη. Δυο ακόμα φορολογούμενοι στο ταψί. 
- Ορίστε; 
- Α, τίποτα. . . Να τα αγαπάτε και μη τα μαλώνετε πολύ. . . Τουλάχιστον το ένα μπορεί να σας κοιτάξει αργότερα. . . Εκείνο το ποτήρι με το νερό που λένε. . . Έχουν δει πολλά - βγάζει τα γυαλιά του - τα μάτια μου.
- Ναι. . . Μάλλον.
- Φτάνουμε σε λίγο.

 Το λεωφορείο φτάνει στα ΚΤΕΛ. Εκείνος βγάζει εισιτήριο για την γη των Παραδόπιστων. Μετ΄ επιστροφής, με την έκπτωση που το συνοδεύει, ανοικτό για είκοσι μέρες. Τον περιμένει ο Γκουρού της Βούλγαρη, που ένα βράδυ του έλεγε για την Αυτοπραγμάτωση και εκείνος κατάλαβε Απαύτωμα και συζητούσαν κάνα εξάωρο μέχρι που ξημέρωσε, μεσημέριασε - συνεχίζαν να μιλάνε (Απάυτωμα και Αυτοπραγμάτωση και ανάποδα) έσκασε μύτη η γυναίκα του Γκουρού φορτωμένη, καλή καρδιά,  με αρτοσκευάσματα, κότσι με ρύζι, λαχανοντολμάδες και παπουτσάκια - Μια μπύρα, μωρή δεν μπορούσες να φέρεις; -  Τι να σου κάνει η μία εσένα; - Ό,τι και σ΄ εσένα αυτός ο Φακίρης από εδώ. .  Αλλά καλά έκανες και δεν έφερες. . . Συγνώμη.
  

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

The Host the Ghost the Most Holy-O






Why, not even a rustler’d have anything to do
with this branded bum steer world
this pirate flag headlong disaster course vessel
misguided charted this nautical numbskull hull
sink in silence smoke – blow your chest out in hope
sits spread-eagle on poor men
piled high on truth mountain – last link in clarity’s chain
you’ll not be thrown but dive and sink
your pockets filled with earthly burdens
when they could be filled with light and back with wings
the sky is dark in daytime
and still the blackbird’s beauty lyrics clean
sing ye brothers and end this miserable thing
and brush the dark sky in light
and let the moon bell crack and ring
upon the mast of mercy
for she is a beautiful thing
I watched her cut with clarity
the sea of Satan’s red rolling water
that stung my eyes with vile vile brine
and clung to the vine that choked Mary’s only Son
God in vain to slaughter
I can’t darken your dark cross door no more
the light lovely one with the nothing door
and oh that pours life water

This is a toast to the ghost the host,
This is a toast to the most holiest ghost,
This is a toast to the ghost, the most holy-o
This is a toast to the ghost the host.

Captain Beefheart & The Magic Band, από τον τελευταίο δίσκο του Καπετάνιου, Ice Cream for Crow


η φώτο απάνω, του Anton Corbijn. 




Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

απο τις σημειώσεις στην Πρέβεζα, με την φόδρα όξω


 Στην Γιουδήθ Μπαχτσέ που ήρθε μπροστά μου μια μέρα, σαν σήμερα. 

  Παρακάτω η συναυλία και ένα φεγγάρι ΝΑ από πάνω, πρησμένο.
  Τηλέφωνο στη Θεσσάλονική.

- Έβγα έξω να δεις το φεγγάρι 
- Ρε μαλάκα σε ταινία παίζουμε; 
- Έλα ντε λέω και το κλείνει. . .
Καμιά τετρακοσιαριά άτομα στο Κηποθέατρο Πρεβέζης και κουτάκια μπύρας παντού. Μια φρουρά με μπλούζες RAMONES και Rotting Christ χεσμένη απ΄ τα γέλια, έπινε χύμα κρασί. Αυτοί είναι, σκέφτομαι, με αυτούς θα το πάμε χέρι χέρι απόψε. Τρέχω αγοράζω τσιγάρα για αυτούς και μπύρες από το βαρέλι με το πάγο. Τους πλευρίζω διακριτικά. τα τσιγάρα πρώτη ποιότητα και αυτοί φαίνονται μερακλήδες, Με δέχονται με χαμόγελο, δεν σκάω τσόντα, διακριτικός πάντα. Συζητάνε. Τους ακούω. Δεν μιλάω. Είναι καλά παιδιά. Δεν πρέπει να πω πολλά.

  Οι Επισκέπτες με τον Αγγελάκα στήνουν φώτα και όργανα.
  Η συναυλία ξεκινάει. Ο κόσμος χορεύει. Δεν χοροπηδάει. Χορεύει. Σε κάποια χτυπιέται, σε άλλα πάει πέρα δώθε, σαν βαλς. Ρίχνουν λουλούδια κάτω και πυρσούς και χοροπηδάνε. . . Μια κοπέλα, ενάμιση μέτρο δίπλα μου, βγάζει από την τσάντα μια μπουκάλα κονιάκ, πιο μεγάλη από εκείνη μου μοιάζει και τραβάει μια γερή γουλιά. . . Την κοιτάω σαν χαζός, με παίρνει χαμπάρι και μου λέει - Θες; Της δείχνω την μπύρα και τσουγκρίζουμε. . . Ένας κύριος με γένια, ψηλός, σαν καλαμάκι - τον πήρα είδηση στην αρχή, κουστουμαρισμένο μες στην ζέστη - έχει πετάξει σακάκι και γραβάτα και χορεύει πλάι στον Αγγελάκα. . . Δώδεκα, δεκατέσσερα άτομα - πόσοι είναι; - μας χαρίζουν τόση ένταση και μελωδία. Και απο κάτω όλοι - όχι τσούρμο - αλλά ταγμένοι όμορφα, να ακούσουν, να μοιραστούν. . .


  Τελειώνει η συναυλία. Τραβάω στην πιο κοντινή αμμουδιά με τις σταμπαρισμένες μπλούζες. Λέω κάτι που μοιάζει με αστείο και εκείνη γελάνε. Καθόμαστε οκλαδόν σαν Ινδιάνοι. Δεν ανάβουμε φωτιές. Το Dust in the Wind δεν ακούγεται. . . Υπάρχει μια κιθάρα. Ακούγεται κάτι σαν Σιδηρόπουλος και πρέπει να είναι το ΄΄ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΣΕΙΣ΄΄. Άμα είχα ένα όπλο θα σημάδευα τα αστέρια λέω στην Αφροδίτη - μια Αφροδίτη που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - Σημάδεψε τα κουτάκια και αυτά με αστέρια μοιάζουν μου λέει και ξαπλώνει τα στρέμματα της στην άμμο. Σκέφτομαι να την βάλω σε ένα ποίημα,γυμνή να κοπανιέται πάνω σε κανέναν αθληταρά τραμπούκο ή σε κανέναν ευαίσθητο ελαιοχρωματιστή αλλά πιθανόν να το κάνει και μόνη της. Οι άλλοι πιάνουν μια φιλολογική συζήτηση ΄΄ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ ΠΟΥ ΛΕΝ ΠΟΥ ΘΑ ΓΥΡΟΦΕΡΝΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ;΄΄. Τι καλά παιδιά. Είπαμε, δεν μιλάω. Η Αλεξάνδρα - μια Αλεξάνδρα που έτυχε να καθίσει δίπλα μου - κατεβάζει τις μπύρες με ταχύτητα υπερηχητική. Αποκλείεται να την φτάσω. Άνοίγω μια μπύρα και τρίβομαι πάνω της. Τραβιέται και πετάει ένα ΔΕΝ ΠΑΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙΣ. . . Άποτελειώνω την μπύρα μου με μια γουλιά, βγάζω τα παπούτσια μου και βουτάω στην Θάλασσα. Οι άλλοι δεν μου δίνουν σημασία. Διακριτικά, καλοπροαίρετα πλάσματα. Άραγε τα καθίκια που κρύφτηκαν εκείνο το βράδυ; Βγαίνω έξω. Στάζοντας. Χαιρετάω τα παιδιά. Με γνωρίζουν, με θυμούνται, και με χαιρετάνε μες την σούρα τους. - Του είπα να πνιγεί και πήγε, λέει η χαμουρίτσα στην διπλανή της και απο πάνω τους εγώ - Ακούω τα πάντα. . Τα ακούω όλα κοπελιές. . . Κι άλλοι πήγανε να πνιγούν εδώ. . . Και φεύγω στάζοντας.
  Τραβάω κατά ΄κει που ο ποιητής είπε να κλείσει τα τεφτέρια. Παίρνω μια μπύρα για αυτόν και μια για ΄μένα. - Θες; Ο Ποιητής δεν θέλει και την πίνω εγώ. Δεν είναι ακατάδεκτος, είναι καλός. Δεν ήξερε όμως καλό σημάδι. για αυτό με το αριστερό του χέρι σημάδεψε την καρδιά του και το δεξί τράβηξε την σκανδάλη. 
 Μόνος. Σε ένα μεγαλοχώρι μιας μικρόψυχης χώρας όταν δεν κάνει μεγάλα - πρησμένα μετά - πράγματα.



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Παραμονή της επετείου



 Ένα τσούρμο μεγάλο τραβάει κατα το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, να χωθεί εκεί μεσα για τέσσερα χρόνια για να πάρει το χαρτί. Τρεις μονόλογοι και ένα ποίημα, με αυτά θα χτυπηθούν και οι μουτράκλες σοφές θα τους κρίνουν, θα τους ξεχωρίσουν και οι υπόλοιποι στον αγύριστο, του χρόνου. Πολλοί με ένσημα σε θεατρικές ομάδες, πολλά ψώνια, πολλοί απόλυτοι και πολλοί με όρεξη να πιασουν και να δημιουργήσουν. . . Άλλοι ετοιμασμένοι μόνο δυο βδομάδες.  Μια τέταρτη κατηγορία, είναι αυτοί που προβάρουν ασύστολα, με θράσος, με κλάματα και χαζομάρες μια εικοσαετία γερή και συνεχίζουν. . . Κομπαρσάρες που σιάχνουν το κόσμο τους συνέχεια αλλά δεν βολεύονται. . .  Το σιχτίρι και τα πρωινά σαν χωροφυλάκοι. . . Εγερτήριο καθημερινό, σπαστικό. . . Τραβάνε για την βλακεία. . . Μην τους ρωτήσει κανείς ΄΄Γιατί;΄΄ ή ΄΄Και ποιο το νόημα;΄΄. Οι πικραμένοι θα γελάσουν. . . Είδα πολλούς πικραμένους να γελάνε με το πόνο τους μόνο, να μην γκρινιάζουν, τα αφήναν όλα να βολτάρουν - είπαμε, τραβούσαν για την βλακεία - και μια πριγκίπισσα που έδωσε ένα φιλί σε μια ακρίδα. . . Η ακρίδα μεταμορφώθηκε σε βουλευτή νομίζω και πέρασε απ΄ όλα τα κόμματα. . . Ήταν τιμή του, κακάριζε, αυτές οι μεταγραφές. . . Μαζί σου μάστορα. . Και άλλοι μελλοθάνατοι σου στέλνουνε φιλάκια.
  Ήμουνα και εγώ κάπου εκεί. . . Με μια σακούλα μπύρες και δεν ήξερα τι μου γίνεται. . . Γεγονός. . . Ένας έβγαλε μαχαίρι και μου ζήτησε το κινητό και το παλτό μου. . . Έκανα την κίνηση να το βγάλω με το ένα χέρι, το άλλο όμως σήκωσε την σακούλα και οι μπύρες τον ξάπλωσαν κάτω. Ήταν κουτάκια. . . Άμα ήταν μπουκάλια θα τον έστελνα να ακούσει τον Μπαγιαντέρα από κοντά. . .  Όμως ήταν κουτάκια και απλώς βόγγηξε και έβρισε. . . Του έσκασα μια κλωτσιά στα αρχίδια και όπου φύγει φύγει. . . Αν το έπαιζα στο Κρατικό; Θα κάνανε οι σοφοί σκόντο στα τέσσερα χρόνια και θα το χαρτί, σαϊτα στην τσέπη μου. Θα έβρισκα και ένα τοίχο να το κοτσάρω.
  Όμως υπήρχαν κι άλλες μούρες, αυτές, λες και σκάσανε από ανέκδοτα, ζωντάνοι, με δερμάτακι και απόψεις να μου τα πούνε τα δικά μου. . . Τους άκουσα. . . Αλλά και πάλι, τίποτα. . . Το γέλιο των πικραμένων με ακολουθούσε σαν μιούζικα δωρεάν που ψάχνει να βολευτεί σε σβέρκο και καρδιά.
 Με φόρα από τα αζήτητα. 

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Επιστολή

  
   Αλχημιστή της Βούλγαρη 
   με τα μπουκαλάκια σε παράταξη 
  και την Υπερ-Πόντια στην πρώτη γραμμή,

  Στην γη των παραδόπιστων με τα παππούδια και η γυναίκα σου  ένα χωριό παρακάτω.
 Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω. Έφαγα τα λεφτά μου με τον πιο ηλίθιο τρόπο που θα μπορούσα να βρω. . . Ήμουν τρεις μέρες μεθυσμένος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι. Βρέθηκα και χρεωμένος δέκα ευρώ. . . Πτώμα όμως τριγύρω δεν υπήρξε ή κάποιος να ουρλιάζει ΕΣΥ ΕΣΥ ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ και να σημαδεύει με δάχτυλο. Αύριο όμως θα πάω και εγώ στην γη των Παραδόπιστων, πιο πέρα από εσένα, με τον κύριο Ιορδάνη τον Μαλτέζο και την γυναίκα του. . . Χορηγία καβλιάρικη του Τ. του αγκαλίτσα. . . Και ακούω για ιδρύματα και μαλακίες. . . Αυτοί χαμόγελο φίλου δεν είδανε ποτέ. . . Θα γίνει το σκατό μας, παντεσπάνι. . . Άμα έχεις όραμα και χεράκια να μην ρίχνουν οπουδήποτε ανάποδες. . .
  Το όλο πράγμα για μια απόδρασή από εδώ και καλή παρέα.
  Αναμένω όμως μεροκάματα από βδομάδα.

   Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση πάντως και δεν ξεχνώ τίποτα. . . Την τελευταία μέρα στο Πευκοχώρι ήσουν χορηγός και καρδιά ( το δεύτερο και τις άλλες μέρες). Όταν επιστρέψεις θα κάνουμε γλέντια και συζητήσεις μακριές σαν την πούτσα του Νταλέσκου ( - Την έχεις δει; - Όχι αλλά όταν έρχεται σπίτι μου, πιάνουμε CNN. . . Κάτι μουρλές μπαλαρίνες, όσο μπόϊ τους λείπει, τόσο νεύρο έχουν καβάτζα, μπορούν να το επιβεβαιώσουν). 
  Από 28 θα έχω και άδειο σπίτι. Έλα να διαφωνήσουμε χωρίς ανοιγμένα κεφάλια και υστερίες. Θα γνωρίσεις και τον Βότσαρο ή τον Βότσακο ή Ιησουίτη, όπως τον λέω κατά καιρούς και εκείνος με όλο το δίκιο του, με γράφει κανονικά στα κατάστιχα της Κόλασης χωρίς κλιματισμό και γυναίκες μερακλούδες. Μπορεί να έχει γυναίκες που καθαρίζουν τριγύρω όλη μέρα και θυμούνται τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

  Ίσως σκάσω μια μέρα, για μια μέρα, στο θέρετρο σου. Θα φέρω και γλυκά. Θα φέρω και ιστορίες με μαλακισμένο τέλος χωρίς νόημα. Ίσως γελάσεις.

  Όταν έρθει εκείνη - όχι αυτή, όχι η τέτοια - σε θέλω στην αποβάθρα με το γιαπωνέζικο φυσοκάλαμο σου, που φυσάς και βγάζει με κάποιο τρόπο μιούζικα. Θα κουνάω τα χέρια μου σαν μαλάκας, ότι και καλά σε διευθύνω, ενώ φυσάς και βγαίνουν ομορφιές. Ο Βοτσάκος πιθανόν θα είναι πιο πίσω με ένα πανό ή με λουλούδια στα χέρια. Γκραν υποδοχή, για εκείνη που μου δίνει γλύκα. Θα μοιάζει κάπως με διαπόμπευση αλλά όλα θα είναι από αγάπη. Οι προθέσεις, κυρ Βασίλη. Μεγάλη υπόθεση. Μπορούν να λειτουργήσουν και σαν άλλοθι μετά.

  Σε φιλώ και σε σκέφτομαι - φαντάζομαι από τώρα τις συζητήσεις (μόνο μην πετάς πολλούς σπόρους και παραληρώ) και τις μούτες του προσώπου σου. 
 Καραγκιοζιλίκια ορεξάτων με καλές προθέσεις.
Στο δικαστήριο αυτό θα πούμε.

 Χαιρετισμούς στον Robert Edward Wilson που του άρεσε ο Jack Benny.






Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

τανάπαλι


ο Σκορδάς μου ζήτησε
να του γράψω
κάτι, για αυτόν.

ορίστε



ο Σκορδάς εκθέτει τα αισθήματα του χωρίς να φοβάται να του σπάσουν την βιτρίνα - πίνει πολύ αλλά εμένα δεν με φτάνει - αγαπάει χωρίς διακρίσεις - ειρωνεύεται για τα μάτια του κόσμου και του αρέσει να γελάνε οι άνθρωποι, ακόμα και οι ηλίθιοι. . . έσπασε το χέρι του αρραβωνιαστικού μου αλλά ήταν απλή αυτοάμυνα ( έτσι υποστηρίζει. . . ) - ποτέ δεν αποπειράθηκα να τον σκοτώσω. . . όλα αυτά είναι στην καλοσχεδιασμένη φαντασία του. . . αυτή την πουτάνα που τον κάνει να ΄΄νομίζει΄΄ και όχι να βγαίνει μπροστά. . . έτσι τον γνώρισα. . . ένας άνθρωπος που δεν θα αλλάξει ποτέ. . . γελάει με τις Ιταλικές Κωμωδίες και ακούει κάποιον κωλόγερο που τον λένε Tom Waits και άλλους πολλούς πεθαμένους μουσικούς. . . το κακό είναι ότι βάζει και όσους είναι δίπλα του να βλέπουν και ν΄ ακούνε αυτά τα πράγματα. . . δεν του αρέσει να μην τον ακούνε - τότε γίνεται επιθετικός και τον ακούς θες δεν θες . . δεν τον ενδιαφέρει αν συμφωνείς μαζί του, αρκεί να να μην κάνεις φασαρία. . . του χρωστάω 88 ευρώ. . . σας το έχει πει; θα του τα δώσω κάποτε. . . αν πεθάνει θα τα δώσω σε κάποιον Βότση. . . έναν φίλο του. . . ναι . . έχει φίλους. . . και φίλες. . . τον αγαπάνε, λέει. . . αλλά όχι για πολύ ώρα. . . Σωστά. . . δεν μπορείς να τρως συνέχεια το ίδιο φαγητό. . . ο Σκορδάς δεν καμαρώνει σχεδόν για τίποτα δικό του. . . αυτό μου άρεσε πάνω του. . . και ότι πάντα πλήρωνε ό,τι πίναμε. . . δούλευε ένα καλοκαίρι και όλα του τα λεφτά τα ήπιε μαζί μου. . . Αλήθεια!!! δεν πάει πια στα κάστρα. . . λόγω βάρους; λόγω διάθεσης; δεν ξέρω. . . εκεί τον στρίμωξα ένα βράδυ. . . και ήρθανε και άλλα βράδια. . . πιο πολύ όμως ερχόταν το ξημέρωμα και έβλεπα καθαρά με τι είχα να κάνω. . . εκείνος περίμενε το βράδυ για να μην βλέπει ό,τι είχε απέναντι του αλλά ό,τι ήθελε να βλέπει. . . είναι αστείος. . . μου έχει κάνει δυο ή τρεις προτάσεις γάμου. . . μου έχει γράψει εκατοντάδες κείμενα. . . κάποια τα έσκισα γιατι έλεγε μαλακίες. . . η φαντασία που σας είπα πριν. . . - ο Σκορδάς πιστεύω θα πεθάνει. . . όπως και εσείς. . .


  
   Χιουμοράκι;
  Ωραίο για πρόλογος. (Μια καλή κυρία μου είχε προτείνει, όταν βγάλω βιβλίο, να μου γράψει πρόλογο, κόσμημα πριν τα δικά μου. . . Της είπα ότι δεν έχω πεθάνει ακόμα και εκείνη γέλασε).
 Έχω μέσα μου ένα κάρο με πατικωμένες ιστορίες και το σέρνω από δω και από εκεί και το φορτώνω συνέχεια. . . Τίποτα για πέταμα. (Είχα βρεί, πριν λίγα χρόνια, δίπλα από ένα κάδο στην Αρμενοπούλου, πεταμένο, το Μην πετάξεις τίποτα, του Σαββόπουλου.) Όλα μπερδεύονται. Μάπες, λογάκια που κυλάνε, μεθύσια που δεν βγήκε σχεδόν τίποτα της προκοπής, κλάματα κάτω από μπαλκόνια, κάτι γυναίκες ανίκητες, όλες κάτω από 1,65. Μεροκάματα να γελάει ο κόσμος. Μόνο φέρετρο δεν έχω σηκώσει.

 Πάνω σε όποια γκρίνια ή κακομοιριά δεν καμαρώνω, τα αφήνω όλα να περνάνε από πάνω μου.
 Ό,τι και να γίνει θα ζήσουμε.

  Όλα περνάνε απο μια λοξή ματιά, είτε πιώ, είτε δεν έχω να πιώ. Τα φιλτράρω και ό,τι δεν καταλάβαινω το αφήνω να ζήσει, ελπίζοντας οτι και αυτό θα κάνει το ίδιο.

  Παρέλαση όλα και όλοι μπροστά μου. 
  Μες στην επανάληψη και την βλακεία.
  Ο πατέρας να τα βάζει με την πραγματικότητα και όλο τον κόσμο να τον κάνει ό,τι θέλει. Αυτοσχεδιάζει κάπου σαράντα χρόνια. - Τα πρώτα πενήντα χρόνια είναι δύσκολα. Ο πατέρας να μπαίνει μπροστά και να κοπανάει κόσμο, κάτι σαδιστές, κάτι λεχάρια που βρήκανε πλάσματα αδύναμα να παίξουν. - Τι τον πειράζεις ρε αρχίδι; Το χριστό σου. . . και δως του ξύλο. Δεν προλάβαιναν να πούνε εκείνο το χαζό - Και εσύ τι είσαι; Δικηγόρος του; 
  Ο Βότσης στη Ναβαρίνου ένω τα έντερα μου καίγονται και εγώ ουρλιάζω, βάζει ώμο και με κρατάει να με πάει προς την πιάτσα με τα ταξί. - Είσαι καλά; Ο Βότσης να μου λέει ότι ο χρόνος είναι μια πλάνη και εγώ - Τράβα ρε να πληρωθείς το βδομαδιάτικο και ο καριόλης να σου πει ο χρόνος είναι μια πλάνη, πάρε τα μισά. . . και εκείνος να γελάει. Μια ήρεμη αυτοκρατορία με πολλούς κόσμους μέσα του.
  Η άλλη από πάνω, με τον πρόλογο, να παίζει μαζί μου ένα γύρω γύρω όλοι, σκοτώστε τον καριόλη και να έχει το πιο ωραίο γέλιο που άκουσα ποτέ.Η πρώτη γυναίκα που μου έριξε μια ματιά και μετά γαμήθηκε το σύμπαν. Δεν ήταν δείγμα δωρεάν, δεν ήταν κακός άνθρωπος. . . Λίγο αλλοπρόσαλη και όταν έπινε ηρεμούσε και μ΄ έλεγε - Σκορδά. . . πάμε μέσα; με τσιγάρο στο στόμα, το κινητό στο λάστιχο της κιλότας και την πονηριά βιδωμένη στο κεφάλι. Η υγεία σου είναι ανέκδοτο, Σκορδά. . . Και το τελευταίο κάζο που μου έκανες θα το πληρώσεις.
- Αϊ μωρή σαύρα από δω.

Η Γρέκα Γκάρμπο - Ο Βασιλάκης, όταν βγαίνουμε σταμάταει σε κάθε περίπτερο και παίρνει μια μπύρα. Μέχρι το επόμενο την έχει πιεί και παίρνει άλλη. Η Γρέκα Γκάρμπο ή Debbie Tourbo, όμορφη μες στα μοβ της, στις εξισώσεις που της αρέσουν και στις λέξεις που της βγαίνουν σαν πλημμύρα. Σαν ένα μικρό παιδί χαζεύει από ψηλά τον κόσμο και αλίμονο όπου προσγειωθεί. Δίπλα της ο Σαββίνκοφ από τα Άγρια Δυτικά, τα δικά μας. Πλακώνει ήχους, βουτάει την κιθάρα του και σιάχνει, και σκάβει και βρίσκει από το τίποτα ομορφιές. Τον είχα δει στο στούντιο των Chinese Basement, να είναι ένα με την κιθάρα, να βγάζει μελωδίες, να πλέκει με αυτές. Τώρα ετοιμάζει βιβλίο με ιστορίες. Το περιμένω.
 Ο ξεναγός Γ.Φ. που τον είδα χθες. Κάθε φορά που τον βλέπω, μεθυσμένος συνήθως, κάνω όποια βλακεία υπάρχει. Όποια βλακεία υπάρχει. Εκείνος από άλλους κόσμους. Έκεινός όμορφος. Θα μπορούσε να σιάξει μιούζικαλ την Δίκη των Έξι. Ένα βράδι γυρίσαμε με ταξί, τον κύριο Χριστιανόπουλο σπίτι του, κάπου χαμηλά στις Σαράντα Εκκλησιες. Τον έκανα να γελάσει τον κύριο Χ. και χάρηκα γιατί από όσες συνεντεύξεις του είχα δει, δεν είχα ακούσει το γέλιο του.

  Η Έλενα από την Κύπρο. Μια δεκαετία κοντά φίλοι. Κιουμπρίκενα ή Φελίνα. Βουτάει λέξεις μου και τις βάζει όμορφα πλάι στις δικές της. Μου κάνει καφέ όταν σέρνομαι για να συνέλθω και όταν παραφέρομαι - επανάληψη στην βλακεία, είπαμε - δεν με μαλώνει εκείνη την στιγμή αλλά μετά. . . Παίζει με τα πλάνα και όταν το αίμα της ανεβαίνει στο κεφάλι - ένα πενήντα οχτώ, σιγά την απόσταση - μιλάει καθαρά κυπριακά. Τώρα και επιχειρηματίας πλάι στην αρχαία ρωμαϊκη αγορά, που στο τσακ τότε γλύτωσε το τσιμέντο. 
  ο κόσμος να κάει την ιστορία του θα την πει. . . Επιστρέφω ο χαζός, πιο νηφάλιος από ποτέ και τραγουδάω. . . Και μπαίνει μέσα και δεν κρατάει τίποτα. . . ΤΙΠΟΤΑ. . . Τι να κρατήσει;  Έχει καρδιά. . . Είναι καρδιά. . . Κι όλα τα άλλα ωράρια και λογαριασμοί. . .
Του χρωστάω ένα ποίημα που να του μοιάζει.
Καβλιάρικο, ορεξάτο, χαμογελαστό και λίγο καθαρματάκι.
Ο Ντίνος.

Ο Μπουργκ Γκαζάν από το Περιστέρι. Φίλος από τα χακί. Από τους δυο, τρεις ανθρώπους που γνώρισα εκεί. Στην πύλη του στρατοπέδου έτοιμος να φύγει με άδεια για το σπίτι  του. Εκεί, τυπικά του ψάχνουν τους σάκους. Βρίσκουν ένα φάκελο και ρωτάνε 

- Τι είναι αυτό;
- Ποιήματα.
- Γράφεις ποιήματα;
- Δεν είναι δικά μου. . . Είναι του Σκόρδου.
- Γράφει αυτός ο μαλάκας ποιήματα;

  Σημείωνει. Μόνο σημειώνει, σε αυτό το προπωλημένο παιχνίδι που δεν τέλειωσε ακόμα.

Η Μαρία.
Η Μαρία και ας αρχίσει η μουσική.
Η Μαρία με πάθος.
Η Μαρία κι όλα από πιο κοντά.
Η Μαρία, η χαρά μου.
Ό,τι και να γίνει.




 Προχωράω - κατρακύλα - παρακάτω. 
 Έρχονται και άλλοι.
 Τους περιμένω.
  

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

06:49


  Μετά οχτώ χρόνια τηλεφωνεί να μου πει ότι τώρα το κατάλαβε το αστείο αλλά γυμνή δεν θα την ξαναδώ. . . 'Εστω να γδύνεται για να ντυθεί η για να πλύνει τα πιάτα που δεν μου πέταξε. Δεν γδύνομαι για την χαμαλαρία. . . Δεν θέλω να σε ξαναδώ, που να ξεράσεις όλα τα μέσα σου μπροστά μου. 

- Δεν γδύνεσαι για την χαμαλαρία; Έχω φίλο Ντίνο. . .
- Λογοπαίγνια. . . Η κατάντια της κωμωδίας.
- Εγώ σου το είχα πει αυτό.

 Το έκλεισε.
 Κρίμα. Κι εγώ από αλλού το είχα ακούσει.

 Μα ήτανε και οι Ρούσκι μες στο 19, με ένα τεράστιο μπουκάλι ρετσίνα. Ο ένας κομμάτιας έκατσε δίπλα μου, ο άλλος, λίγοτερο κομμάτιας όρθιος δίπλα του να τον προσέχει. Και μιλούσαν, μιλούσαν,μιλούσαν στην γλώσσα τους κι έγω με το Σόλο του Φίγκαρω στα χέρια. . . Κάποια στιγμή είπανε κάτι για τον Charlie Chaplin. . .

- Σαρλό; τους ρώτησα.
- Ξέρεις. . . Ξέρεις ρώσικα; με ρώτησε ο λιγότερο κομμάτιας. . .
- Ξέρω τον Σαρλό.

 Τότε ο πιο κομμάτιας μου βουτάει τα βιβλίο και το ξεφυλλίζει.

 - Εντώ, εντώ. . . Εντώ είν' όλα. . . 

 Είχανε όμως φτάσει στην στάση τους και ο λιγότερο κομμάτιας, σαν άγγελος να προσέχει τον άλλο, πήρε το βιβλίο, μου το έδωσε, πετώντας ένα καληνυχτά, και σήκωσε τον άλλο να φύγουνε.

  Λίγες ώρες πιο πριν σήκωσα μια σκούπα, την έδειξα σε μια καλή γυναίκα, και της είπα - Γιατί δεν την καβαλάς να πας σπίτι σου; 
  Λίγο πιο μετά μου είπε οκλαδόν καθισμένη - Κάποιες φορές θέλω να σε αγκαλιάσω, άλλες να σου σπάσω το κεφάλι.
  Όλοι στο δικό τους τσουβάλι.
  Μουρλές και Παρανοικοί.
  Χεράκι, χεράκι και που και που ομορφιές.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Β.Θ.



  Το μεροκάματο καλό, να ΄ρθεις. . . Θα παρκαρουμε στην Μητροπόλεως και θα ανεβάσουμε τα ξύλα πάνω. . . Μια βιβλιοθήκη είναι και τα ντουλάπια της κουζίνας. . . 
 Ο πατέρας μπροστά. . . Ο πατέρας κοροιδεύει τα πάντα. Ο πατέρας τα βρίσκει με όλους.
 Σήκωνω όλα τα ξύλα και τα αφήνω στην είσοδο.
 
 Πατάει το κουδούνι.
 Το επίθετο μου θυμίζει κάτι. . . Ανεβαίνουμε. . . Καμπουριαστή  η γριά μας ανοίγει και χαιρετά. . . 
 Να σας κάνω καφεδάκι;  
 Ωραίο σπίτι, περιποιημένο. . . Γεμάτο πίνακες και βιβλία. . .
 Ένω φτιάχνει τους καφέδες, ανεβάζω τα ξύλα πάνω και ο πατέρας ξυλώνει τα παλιά ντουλάπια. . .
Θα τα κατεβάσουμε μετά κάτω.
Ανέβάζω τα ξύλα και τα αφήνω στην σειρά, ο πατέρας χαμογελά. . . 
Με τρώει και ρωτάω την γριά - Έχετε κάποια σχέση με τον ποιητή Θ.;

 - Άντρας μου ήταν. . . Τον ξέρεις;
 - Ναι.

 Χαμογελάει.

 Ο άντρας της ήταν ποιητής, της γενιάς του Αναγνωστάκη. Είχα διαβάσει κάποια δικά του, μικρά, που μου άρεσαν.

  Συνεχίζω να ανεβάζω τα ξύλα. Η γριά λέει στον πατέρα μου - Φαίνεται καλό παιδί ο γιος σου. . .
 -Είναι όταν θέλει, κυρά Βούλα. . . Αλλά δεν μου λες. . . Το ρετιρέ αυτό, από τα ποιήματα το πήρατε;
 - Όχι βρε. . . Δικηγόρος ήταν.
 - Α. . . και κοιτάει εμένα με νόημα.

  Αφού πίνουμε τον καφέ, η κυρά Βούλα μου ζητάει να καθαρίσω κάποια βιβλία και να τα βάλω στην σειρά. . . Νιώθω λίγο σαν βιβλιοθηκάριος, αποθηκάριος πολυτελείας δηλαδή. . . Διακόσια και κάτι βιβλία, τα κατεβάζω σαν παναγίες πριν κοινωνήσω. . .   Το πολιτικό ημερολόγιο του Σεφεριάδη - εκείνου που τον γοήτευε η απλή,η παλιά λαϊκή γλώσσα  - ΄΄Λυσσέα για έλα, κι αν δεν έρθεις στον μπούτζο μου, κι αν έρθεις στον μπούτζο μου΄΄ - τα τούβλα τα αναπόφευκτα του Ρίτσου, οι Βάκχες σερβιρισμένες από τον Γιώργο Χειμωνά, αστυνομικές επιθεωρήσεις της λογοτεχνίας, μελέτες για ζωγράφους και μπογιατζήδες, μπακαλοτεφτέρια για το ΚΚΕ, αναμνήσεις του Ν. Χριστιανόπουλου στα μαλακισμένα χακί και άλλοι Θεσσαλονικείς μεταπολεμικοί, η Λευκή Φρουρά του Μπουλγκάκοφ και και και και. . . Τα καθαρίζω και τα τακτοποίω ανά είδος

  Ο πατέρας παρατάει την κουζίνα και έρχεται μες το δωμάτιο που παλεύω με τα βιβλία. . . Με φτύνει μη με βασκάνει και λέει ΄΄Για αυτές τις δουλειές είσαι. . .΄΄

   Έχουμε τελειώσει, όλα τσίλικα μοιάζουν και βγάζει τα λεφτά να μας πληρώσει. . .Εμένα μου δίνει ένα εικοσάρικο εξτρά και μου λέει ότι την επόμενη φορά, θα μπορώ να πάρω ό,τι βιβλιο θέλω. . .

 Πριν φύγουμε μας σερβίρει ουζάκι και μεζέ΄ σαλαμάκι, κασέρι, αγγουροντομάτα, πιπερίτσες τουρσί .

 Μας λέει πολλά, φαίνεται ότι η μοναξιά την τρώει και θέλει να μιλησει. . .
 - Κάπνιζε πολύ ο άντρας μου. . . Στην εξορία που ήταν, μόνο τσιγάρα ζητούσε να του στείλουν. . .

 Την χαιρετάμε και φεύγουμε. 

 Ο πατέρας μου λέει - Θα βγεί πολύ δουλεία από αυτό το σπίτι. . . Θα ρθείς την επόμενη φορά;

 - Ναι.


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

μ.


μουσική το χάραμα από την χαραμάδα 
καρφωτή, ρημάδα μουσική για βουβό πορνό
και μια ζωή.
 

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

μ.


δες ποιός τα μετράει μετά το χαλασμό
μετά το μακελειό ποιός τα λογαριάζει
ποιός χαμογελάει και κουδουνίζει ολόκληρος.


μ.


ανεπανάληπτοι (μοναδικοί) όταν κοιμούνται
ανεπανάληπτοι (μοναδικοί) όταν μας ξεκάνουν.

κρίμα, να μην υπάρχεις να τους θυμάσαι.  

μ.


 μην προσεύχεσαι για μένα 
βγάλε τον σκασμό και κάνα ρούχο καθαρό 
άσε την ψυχή μου κάτω 

όχι προσευχές και γκρίνιες 
ούτε μνήμες και μπαλώματα 

τώρα
μόνο δίπλα μου κι
απάνω μου θρονιάσου.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

προς Ν.Β.


  Βρήκες δουλειά, εγώ κάτι ψιλά από Δευτέρα, να μαζέψω φράγκα να γίνει άλλη μια κάθοδος, κατρακύλα στην Αθήνα, γαμπρός πάλι για τ' ανάθεμα γαμπρός. Όταν πάρεις το πρώτο βδομαδιάτικο, θα είμαι, τυχαία, κάτω από το σπίτι σου, να μου δώσεις τα μισά από τα μισά, να βγάλω τα Δισέγγονα της Αντιπαροχής ή τον Ξεναγό. Πρέπει να είσαι ο μονάδικος που έχει αγόρασει κάτι από αυτά που γράφω αλλά ήταν το μονάδικο χειρόγραφο όποτε ξεπούλησα και άλλο δεν θέλω. . .


 Και;  
Οι υπερτιμημένοι και κάτι παραπάνω;
 Με βλέπει το κάθαρμα και τον πιάνουν τρεμούλες.
Του κλείνω το μάτι και δεν μιλάει. . .
 Ένα βράδι του είπα - από το τηλέφωνο  - 
ότι αν ξανασηκώσει χέρι πάνω της θα τον μπαουλιάσω, 
θα τον βαράω μέχρι να πει ήμαρτον, ο ρεζίλης. . .
 Τα μασούσε. . . 
Στο τσακ ήταν ο ηλίθιος να μου πει 
΄΄Δικιά μου είναι, ό,τι θέλω την κάνω΄΄.
 Φάνηκε ό,τι ήξερε τι έκανε.
Ακόμα είναι μαζί.
Το παιδί δεν το χτυπάει, αλλά ούτε και εκείνη πια.
Όμορφες οικογένειες, ε; 
Δεν χωράνε κομπάρσοι και κασκαντέρ.


  Η ξεσκουριασμένη ξεκληρίδου παίρνει τηλέφωνα, βρίζει, απειλεί - θα σε κάψω, θα σε τελειώσω ρε. . .- της πετάω το περασμένες μου αγάπες, αφρίζει. . . Μπορεί καμιά μέρα να με βρείς με ένα μπουκάλι - άδειο μπουκάλι, όχι μαλακίες - στο κεφάλι. . . Δεν θα την προλάβω, θα γυρίσει εκεί που διάλεξε. . . Και θα γράφω μετά. . . Πως δεν την πρόλαβα και τράβηξε για εκεί που διάλεξε. . .



 Τα γκαντεμόσκυλα της κόλασης γυρνοβολάνε όπως πάντα. . .


  Με το Πτώματα, Πτώματα, Πτώματα του Ηλία Πετρόπουλου (με πρόλογο του Ηλία Χ.Παπαδημητρακόπουλου), πριν λίγες μέρες, πίσω από το Γεντί Κουλέ, εκεί που καθάριζαν αβέρτα.
  Στα πέριξ, κάποιοι που φαίνονται να έχουν ξεμπουκάρει και κάπνοι φεύγουνε ψηλά ψηλά, ελεύθεροι. . .



Να πάτε. . . 
Να πάτε εκεί που αγαπάτε.
Μπουκιά, φάπα, γκρίνια.
Κι ο άλλος ο χτικιάρης μας στέλνει ανταποκρίσεις 
από την Ιβηρική χερσόνησο 
για το πικρό μουνί της ξενιτιάς και πως του έλειψε η ρετσίνα.


  Σε ένα πρόσφατο διήγημα, ο Τολστόι μπουκάρει στην βιβλιοθήκη Κοζάνης. Ο δικός σου, ο Χ.Φ.Λ. ,σε ποια ελληνική πόλη θα πήγαινε; Στην Καλαμάτα; Στα Ιωάννινα; Στη Σύμη; Θα έπαιρνε και την μάνα του μαζί
και. . .

 . . . το Νεκρονομικόν με σελιδοδείκτη από λιγνίτη.
Και λίγη ακόμα αγάπη, από τα μπατζάκια. . .

02:44

  
  Δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα για αυτόν. Μόνο στέκεται μπροστά σου, φωνάζει κόκκινος - έχει δίκιο, δεν έχει; Ποιος βοσκάει με κουτόχορτο; - και το μόνο που ξέρεις είναι η κορμοστασιά του και ότι κάποια στιγμή θα σε πληρώσει - νάτο το δίκιο.  Σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, τον George Carlin να λέει στο κοινό / εξελιγμένη ανθρωπότητα. . .  “Reminds me of something my grandfather would say. He'd say, "I'm goin' upstairs to fuck your grandmother." He was an honest man, and he wasn't going to bullshit a four-year-old'' και συνεχίζω τον κόπο μου. Μετά φεύγω προς τα πίσω, εκεί όπου εκείνη έρχεται, τρέχει μόνο με το μπουρνούζι - τρέιλερ ταινίας βραβευμένης στην άλλη άκρη της γης - ενώ μυρίζει κουτόχορτο αναμμένο και. . .

-  Πολύ καπνίζεις
- Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί μου 'χεις γαμήσει το πακέτο, ρε. 
- Δεν θυμάμαι να έχει γίνει ποτέ αυτό. 
- Εσύ όλα τα θυμάσαι. . . Μόνο για αυτό δεν μπορώ να σε κατηγορήσω. Από μνήμη σκίζεις.
- Εντάξει, όχι και όλα αλλά θυμάμαι καλά εκείνη την φορά που είχες κάτσει σταυροπόδι απέναντι μου και μετά έμπλεξες τα πόδια σου περίεργα.
- Σου άρεσε;
- Σαν φιόγκος ήσουν, χωρίς την κούτα με το δώρο.
- ΑΛΗΘΕΙΑ;
- Μάλλον. Εσύ τι λες;
- Θα σου λεγα. . .

  Αλλά δεν λέει. Ξέρει ότι θα απαντήσω και αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Ίσως όταν τελειώσουμε και οι δυο. Θα φτάσουμε να πουλάμε τα μαχαίρια που καρφώθηκαν στην πλάτη μας, μισοτιμής. Για αυτό δεν λέει. Ευγενική, σαν κληρονόμος που έχει μάθει να περιμένει.



Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Ανταπόκριση

   
  Δεν ξέρω πόσο θα πάρει το κόμμα στις εκλογές, στο κουτάκι της μπύρας αυτής γράφει 7% και από κάτω STRONG. Με ένα μαρκαδόρο σημειώνω πλάι στο 7, 1 και την κάνω πιο δυνατή. Τα γραφτά ξεμένουν, τα ξεγραμμένα έρχονται με φόρα από τα αζήτητα και εκδικούνται, το χαρτί υγείας παραμένει σταθερό.

  Κατεβαίνουμε με τον Β., στην υπόγα που δεν είναι ταβέρνα - μας το είπε η σερβιτόρα κάποια στιγμή όταν της ζήτησα να φέρει κάνα μεζέ. Ο Β. μου λέει για ένα μυθιστόρημα του Χόθορν, το Σπίτι με τα εφτά αετώματα και πως αυτό ήταν αγαπημένο του Χ.Φ.Λάβκραφτ κι εγώ σκέφτομαι τρεις ηλίθιους που μπέρδεψαν το μασονισμό με τον μαζοχισμό και κατέληξαν κάπου κοντά στις Δωδεκαόροφες, πλάι στο σπίτι της γκόμενας του Αργάμη, να τους κοπανάνε με βούρδουλες και να τους φτύνουν. Ο εγωισμός τους τσαλακώθηκε εκείνη την ημέρα αλλά τους έμεινε η εμπειρία. Είναι σίγουρο ότι θα τους χρησιμεύσει κάποτε.
   Μετά από λίγο ο λούτρινος προβοκάτορας από την Κοζάνη, προχωράει στην σκηνή, βουτάει μια κιθάρα και μεταξύ χειροκροτήματος και ΄΄ Άντε γαμηθείτε΄΄ με το κοινό,  τραγουδάει κομμάτια ερωτικά, στα αγγλικά. Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει - εγώ, ο Β. ίσως πιάνει τα μισά - αλλά φαίνονται ερωτικά. Εκείνος έχει ωραία φωνή, ρυθμό και φεύγει αύριο στα χακί - Γρεβενά μεριά. Από τα τραγούδια στις αναφορές τώρα. Δεν πειράζει. Ξεμπερδεύει σε εννιά μήνες. 

- Άλλοι υπηρέτησαν σαράντα μήνες, ρε.
- Ναι, ναι. . . Κι άλλοι πήγανε στον πόλεμο. Να κάνουμε τώρα ένα;

  Εμβόλιμα ακούγεται από το πάλκο ένας στίχος μου. - Θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάνε. Κι ανάποδα. Κρεμασμένοι. - Λέω στον Β. ΄΄Είναι δικό μου αυτό. . .΄΄ Μου λέει ΄΄Τα φυστίκια θα τα φας;΄΄. Παραγγέλνω δεύτερη μπύρα, να φέρουν κι άλλα φυστίκια και την μοιράζομαι χριστιανικά - όπως οι Ρωμαίοι μοίραζαν τους χριστιανούς στα θηρία πριν αλλάξουν τα κουμάντα - με τον Β. .

- Θα πάρετε άλλη; ρωτάει η σερβιτόρα.
- Όταν πάρει ο κύριος απέναντι μου το εφάπαξ.

 Έχουμε όμως να δούμε και άλλον νεοσύλλεκτο - Θήβα μεριά αυτός. Χαιρετάμε βιαστικά και φεύγουμε σαν θείτσες από την υπόγα.

  Στον δρόμο μετά.

- Αυτός είναι άνεργος.
- Που το ξέρεις;
- Ό,τι στοίχημα θες.
- Όχι, θα χάσω.
- Αν έβαζε εκείνος το ίδιο στοίχημα για εμάς, θα κέρδιζε.
- Ο καριόλης.


19/1/2014

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Φωτιές


Στον Γιώργο Σαββίδη

  Ο Γιατρός μπήκε μέσα στο θάλαμο αγκαλιά με ένα σωρό φακέλους με εξετάσεις.΄΄Πόσοι κόβονται σήμερα, Γιατρέ;΄΄. Δεν μου απάντησε και πήγε στον πρώτο ασθενή. 8 κρεβάτια στον θάλαμο, το δικό μου δίπλα στο παράθυρο και ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών 127. Είμαστε το οριζόντιο group των Αείμνηστων.  Με φέρανε εκεί όταν άρχισαν τα μέσα μου να ματώνουν. Κακή διατρόφη και ολίγα ψυχοπαθολογικά. Μαζεύτηκαν πολλά μέσα μου, έσκασαν και βρήκαν τρόπο να αδειάσουν.
   Μου βάλανε ορό και ο Γιατρός έδωσε εντολή  να μην μου δώσουν τίποτα να φάω. Σε τρεις μέρες έχασα κάπου 3 κιλά. Τα γένια μου τότε είχαν φτάσει μέχρι το στέρνο. Ο απέναντι μου, ένας κωλόγερος με το ίδιο πρόβλημα με εμένα μου είπε ότι είμαι σαν Ονούφρης. Τον ρώτησα γιατί δεν έρχεται κανείς να τον δει και το βούλωσε. Αμέσως ένιωσα άσχημα για αυτό που είπα. Αλλά μετά με έπιασαν οι πόνοι και το ξέχασα. Μπορεί και εκείνος.

  Το πρώτο βράδυ, με ξύπνησαν ουρλιαχτά. Ένας υστερικός νοσηλευτής φώναζε στις νοσοκόμες ΄΄Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΧΕΣΤΗΚΕ, ΕΛΑΤΕ, ΧΕΣΤΗΚΕ. . . ΤΙ ΜΠΟΧΑ. . . ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΕΜΈΝΑ. . .΄΄. Ο παππούς ήταν με εγκεφαλικό, δεν ένιωθε τίποτα και αυτός ο πούστης ούρλιαζε λες και έπιασε φωτιά. Ήθελα να σηκωθώ και να τον κάνω κόμπο αλλά ήμουν εξαντλημένος, αφυδατωμένος από την αιμορραγία. Ίσως αν του έλεγα ΑΓΑΠΟΥΛΑ, ΕΛΑ ΛΙΓΑΚΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ και τότε θα του την κάρφωνα με το κοντάρι του ορού. Δεν τον πρόλαβα, έφυγε και ήρθαν οι νοσοκόμες να καθαρίσουν τον γέρο.
 Κοιμήθηκα αμέσως.

  Παράξενο το όνειρο. Νύχτα, λέει έξω από ένα στρατόπεδο και περιμετρικά του αμάξια με τους οδηγούς να καβαλάνε πουτάνες. Έσκαγαν περιπολικά αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. Μέσα στο στρατόπεδο, στην κορφή του όπου ήταν ο όρχος με τα οχήματα είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Καναδέζες σκάγανε, τα φανταράκια να τρέχουν με βρεγμένη πετσετούλα στο σβέρκο να σβήσουν την φωτιά. . . Οδηγοί και πουτάνες είχανε βγει έξω και χάζευαν, όπως χάζευουν το φεγγάρι στις ταινίες τα ζευγάρια . . Ένας μου ζήτησε φωτιά και του έδειξα αυτή μέσα στο στρατόπεδο. . . Γέλασε.

  Το πρωί ένιωθα να πνίγομαι και ξύπνησα. Η καθαρίστρια σφουγγάρισε το θάλαμο χωρίς να ανοίξει ούτε ένα παράθυρο και η μυρωδιά της  χλωρίνης κόντεψε να μας στείλει όλους αδιάβαστους. Βήχαμε όλοι μαζί με ρυθμό. Σηκώθηκα αργά αργά και άνοιξα το παράθυρο. Καταχείμωνο και οι γέροι άρχισαν να τρέμουν και να βρίζουν. Ο απέναντι μου είπε να με πετάξουν από το παράθυρο πριν το κλείσουν. Το έκλεισα, ξάπλωσα και κουκουλώθηκα για να μην τους βλέπω.

 Κάποια στιγμή βρήκα ένα περιοδικό στο συρτάρι του κομοδίνου δίπλα μου. Ο προηγούμενος από εμένα - τι να του είχαν κάνει; - θα το ξέχασε. Λογοτεχνικό. Ποιήματα, πεζά, δοκίμια και ένα αφιέρωμα στο λογοτεχνικό παλκοσένικο της Θεσσαλονίκης. Αυτός που το σκάρωσε, αναρωτιόταν για την εσωστρέφεια, το εσωτερικό μονόλογο που πήγαινε σύννεφο κτλπ. . . Πήρα ένα στιλό και έγραψα από δίπλα 40.000 ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ, ΜΑΣΤΟΡΑ, ΦΑΓΗΤΑ ΒΑΡΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕΙΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ.

  Κατά τις δώδεκα ήρθε ο Γιατρός με την ακολουθία του. Μέχρι να έρθει σε μένα σκεφτόμουν πόσο κόσμο έκανε καλά. Σίγουρα την μάνα του. Τον πατέρα του, μπορεί. Στο πρόσωπο του φαινόταν αυτό. Του τρώγαμε το χρόνο. Εγκεφαλικά, εντερορραγίες, διαβητικοί, ο διπλανός μου είχε πιει κατά λάθος - έτσι μου είπε - νέφτι αλλά τον προλάβανε.

  Ήρθε κάποια στιγμή μαζί με το μπουλούκι μπροστά μου. Κοίταξε το φάκελο μου, ρώτησε μια σκατόφατσα από την ακολουθία τι έχω, η σκατόφατσα κάτι πήγε να πει, ο Γιατρός τον διέκοψε και είπε κάτι άλλο. Κοίταξε τις εξετάσεις και μου είπε ΄΄Δεν βλέπω κάτι το αρνητικό. . . Ούτε όμως και θετικό σε εσένα΄΄. ΄΄Γιατρέ αυτό μου το λέει συχνά η γυναίκα μου. . . Μήπως την ξέρετε;΄΄. Δεν μου απάντησε. Είπε να συνεχιστεί η νηστεία και βλέπουμε. Τον ρώτησα αν θα ζήσω. Μου είπε ότι θα ζήσω. Τον πίστεψα. Πήρε το μπουλούκι του και πήγε στον διπλανό θάλαμο.

  Όταν ήρθε το φαΐ, η διάθεση στο θάλαμο έφτιαξε κάπως. Το φαΐ βέβαια δεν ήταν για αρρώστους, ήταν για μελλοθάνατους αλλά ήταν τζάμπα και το χάρηκαν όλοι. Ρώτησα την τραπεζοκόμο τι γίνεται αν κάποιος δηλητηριαστεί από το φαΐ μες στο νοσοκομείο. Τον πάνε σε άλλο νοσοκομείο;  Δεν μου έδωσε σημασία, μια ματιά μόνο μου έριξε και σημείωσε  κάτι σε ένα κωλόχαρτο που είχε.

  Πριν την ώρα του επισκεπτηρίου έγινε. Η φωτιά ξεκίνησε από το ακτινολογικό στον κάτω όροφο. Μας είπαν να μείνουμε στα κρεβάτια μας μέχρι να σβήσουν την φωτιά. Θέλανε να μας κάψουν; Πήρα τον απέναντι και κατεβήκαμε κούτσα κούτσα κάτω στην αυλή για τσιγάρο. Έσβησαν την φωτιά τελικά, το επισκεπτήριο όμως αναβλήθηκε. Ο απέναντι δεν στεναχωρήθηκε και πολύ.

- Στα αρχίδια μου για το επισκεπτήριο. . . Έτσι και αλλιώς δεν θα έρθει κανείς να με δει. . . Έχεις ακόμα ένα τσιγάρο;
- Ένα μόνο.
- Γαμώτο.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

\


το τομάρι
άλλο δεν τεντώνει
δεν μιλάει
δεν κοροϊδεύει
δεν είναι ευχή που χουφτώνει

το καμένο χαρτί
που μουτράκλες πολλές φώτισε
μια στιγμή πριν το πάρουν
είπε τους ανέμους όλους δικούς του


αυτή η στερνή γνώση που στάζει
εκνευριστικά δεν λέει να μας
πνίξει.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

/


- Από τους μύθους, την πίστη και τους μαρμαράδες της
προτιμώ τα ανέκδοτα  τα φουρφούρια
τα ακροβατικά σου τα αποτυχημένα
τα αστεία για τους νεκρούς σου και για τα μυαλά τα δεμένα.

- Από την κοιλιά σου που ταξιδεύει και την βρόμα σου 
που πιστεύουν όλοι, προτιμώ να κοιμάσαι δίπλα μου
και να μην ξυπνάς για τίποτα.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

γκελ




ένα γαμημένο γέλιο πλημμύρισε όλη την Ιασονίδου, ανακουφιστικό, κοροιδευτικό, 
να κλείσει τεφτέρια και το κωλόπραμα έφυγε νευριάσμενο αφού
- δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ, άχρηστε / - ήμουνα κάποτε ρε σαύρα κοιμισμένη - 
και πίσω πιο πριν
 πλάι στο σπίτι του Αργάμη, του Γομαροφόρτη, οδός Συνταγματάρχου Μπόγου, εκεί που τον κυνηγούσαν νύχτα σκυλιά όταν τον πήρανε χαμπάρι τον μάπα να τραγουδάει πάνω στο ποδήλατο ΄΄Ενα βράδυ που βρέχε. . .΄΄ και η γυναίκα του με τις ποδάρες της και ένα πάτο καθεστώς να τρέξεις να συνεργαστείς - δεν θα σε πιάσει κανείς - μια πλατεία, το λιγότερο μια οδό για ΄σενα αργότερα.


- Ένα λεπτό, μόνο ένα λεπτό να του ανοίξω το κεφάλι και μετά θα είμαι καλός, καλός, σοβαρός σαν να μην με έχεις δει ποτέ.




Έκαιγα χθες, τα μέσα μου τραβούσαν να γίνουν ένα, να βρούνε όποια τρύπα και να φύγουν.
Και ήρθε.
Άνοιξα την πόρτα, με έκανε στην άκρη και μπήκε μέσα φορτωμένη με σακούλες.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί το έχετε ακόμα;
- Σε περίμενα να το ξεστολίσεις. . .
- Αλήθεια;
- Όχι, παλουκώσου κάπου γιατί σε βλέπω και ζαλίζομαι.
- Παλούκωμα;
- Και Σκορδάς που διώχνει τα βαμπίρ. Αν θες να πιεις, δεν έχει τίποτα.
- Δεν πειράζει έφερα τα δικά μου.
Άνοιξε τις σακούλες και έβγαζε, έβγαζε. Μπύρες, πολλές μπύρες, ένα μπουκάλι βότκα και χυμό ροδάκινο. Όσο τα κοιτούσα ανακατευόμουν. Το καταλάβε και μου τα κολλούσε στην μούρη - Κοίτα τι έφερα; Κοίτα τι έφερα - Τα χέρια μου τρέμουν και τα πόδια μου πονάνε πολύ.
- Θες να σου βάλω;
- Χυμό μόνο, με πολλά παγάκια σε παρακαλώ. . .
- Άρρωστος είσαι;
- Πως σου φαίνομαι;
- Άρρωστος. . . Πάνω στην ώρα ήρθα δηλαδή. Να σου φτιάξω τίποτα; Καμιά σούπα;
- Το μόνο που μπορείς εσύ να μου κάνεις, είναι να μου κλείσεις τα μάτια, μανούλα. -
- Σκάσε. . .  
- Όπου να ΄ναι. . . 
Έβγαλε καμιά δεκαριά αναπτήρες και τους άπλωσε μπροστά της. Τους δοκίμαζε έναν ένα, μπας και ανάψουν αλλά τίποτα. . .
- Γιατί έτσι;
- Προπόνηση για όταν κόψω το κάπνισμα. Βγάζουν όμως ωραίο ήχο.
Σηκώθηκε να σερβίρει τον εαυτό της και εμένα.
Άρχισε να γδύνεται χωρίς να της το ζητήσει κανείς. Ξάπλωσα στον καναπέ και έκατσε απέναντι μου και με χάζευε. Κάποια στιγμή μου άναψε τσιγάρο - είχε σπίρτα - και μου το έδωσε. Μου χάιδεψε το μέτωπο. Το χέρι της ήταν κρύο, με δρόσισε. - Κρύα είσαι. . . Σου είπε απότομα κάνα ΄΄Σ΄ αγαπώ΄΄ ο άντρας σου αντί να σε κάνει μαύρη πάλι και σε τρόμαξε; - Εγώ φταίω, που ήρθα να σε δω. . . - Όχι, εγώ φταίω που ήρθες να με δεις. Με φίλησε, τα μάγουλα, τα χείλια της ήταν κρύα. Τι της είχε κάνει ο κερατάς; Τι να της έκανα κι εγώ;
Ξημέρωμα έφυγε. Ο πυρετός υποχώρησε. Ο πόνος στο στομάχι και στα πόδια σταθερός. Το τρέμουλο είχε φύγει. Αν ήξερα να παίζω πιάνο, θα έκανα παπάδες και εκείνη μάλλον θα χειροκρότουσε σαν τρελή.



Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Καληνύχτα


Στην Έλενα Βοντιτσιάνου Σ.
χωρίς προίκα

Κομψά αντίγραφα του εαυτού μου
αφηρημένες λεπτές γραμμές
και φορολογημένα μασημένα ναρκωτικά
πληρωμένα ακριβά
προκαταβολικά με προκαταλήψεις

αναρίθμητοι εκλεπτυσμένοι πόνοι

πολύχρωμη ιδέα θλίψης
σκεπάζει αιώνες την ελπίδα
σαν σαν σπασμένη ρόδα
που με πείσμα γυρνά

τρυπημένη από τρύπιους ψυχή
και από κάτω ανώνυμες αγάπες
ή καλύτερα σιωπηλές
σχεδόν ζωντανές
να κρατάνε το ρυθμό
να διώχνουνε από τα μάτια
τις στάχτες της καρδιάς

επενδύω κάθε μέρα στον χαμένο χρόνο
ίσα ίσα για να ονειρευτώ
και βγάλω αυτόν τον πυρωμένο σελιδοδείκτη
μέσα από το κεφάλι μου και τον προσφέρω
φυλακτό
ανάμνηση


. . .θα φοράω μαύρα κι όμως θα λάμπω
θα 'χω βάλει σε τάξη τα σκοτάδια μου
τις έγνοιες  τα αίσχη  τις ντροπές
θα κατρακυλάω σε μονοπάτια γεμάτα σκοτωμένους εχθρούς
-εκείνους που με αγάπησαν
οι πιο επικίνδυνοι -
θα ανοίξω τις πόρτες  τα παράθυρα
αλλά έξω δεν θα βγω
θα περιμένω
μπορεί να 'ρθουν
μπορεί να μην 'ρθούν
αλλά εγώ θα περιμένω
σαν ευεργέτης στραβός
σαν ερωτευμένος πολύ αργά
σαν έγκλημα που παραγράφηκε
πριν καν γίνει
σαν ένα δέντρο που τα φύλλα του
κιτρίνισαν μα δεν πέφτουν

θα είμαι εκεί
απόκοσμοι θόρυβοι και ανώριμες χειρονομίες
χάδια απλήρωτα
θα επιμεληθούν την καταστροφή μου
αλλά ως τότε
- και είναι το μόνο σίγουρο
που σου λέω -
θα είμαι εκεί.

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

από τον ΄΄Ξεναγό΄΄


  Τριγυρνούσε το γερμανικό γκρουπ με βήμα, όχι αστεία, στην Καμάρα, έτοιμοι όλοι για shooting. Ένα κλικ εδώ, ένα κλικ πιο 'κει. Ποζάρουνε οι πέτρες για όλους.
  Μια ξέφυγε από την ομάδα και με πλησίασε. Με είδε να κρατάω μια εφημερίδα σαν κουβέρτα και πολυτονικό και της φάνηκα αξιοθέατο. Αξιοθέατο τζαμπατζίδικο και ό,τι δεν καταλαβαίνω, πρέπει να με έχει σώσει. Ήθελα να την ρωτήσω, αν ήξερε για τους Ναζί που ήρθανε κρυφά στην Ελλάδα και γίνανε προϊστάμενοι ή εκπαίδευσαν υφισταμένους για να γίνουν άξια κέρατα πάνω από κεφάλια. Δεν την πρόλαβα, έπρεπε να πάει να δει τον Λευκό πύργο η ταξιθέτρια από το Μπαϊρόιτ. ΄΄Οι φτωχομπινέδες σε χαιρετούν, Frauλα μου. . Κοίτα να δεις. . . Πόσες χιλιάδες χρόνια παπατζιλίκι. . . Καλά να περνάς Frauλα μου και να αφήνεις κάνα φράγκο στις ντόπιες μάρκες΄΄. 

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

ό,τι καλύτερο

- Και τι κάνεις;
- Το γαμάς.
- Το γαμάς;
- Το γαμάς.

 Και τράβηξαμε τον δρόμο μας.

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

τσαφ


  Γεμάτο το τρένο. Στην οροφή του, βάλανε κόσμο; Όχι, είμαστε πολιτισμένοι, είμαστε καρδαμωμένοι απέναντι σε όλα. Στο οπτικό μου πεδίο, μια ξανθιά με ψημένα μπούτια και πορσελάνινο πρόσωπο. Ακούει μουσική, τίποτα δεν την ενοχλεί. Το ξημέρωμα όταν φτάσουμε θα την βοηθήσω με την βαλίτσα της. Εκείνη μάλλον θα πει ένα ευχαριστώ. Πάει καλά.

  Βολεμένος στην θέση μου. Τα πόδια μου μουδιασμένα, να καίνε. Θέλω να κοιμηθώ αλλά ουρλιάζουν πιο πίσω. Μια πιτσιρίκα διαμαρτύρεται μαζί με την θεία της. Σαν να βγήκε από παραμύθι γεμάτο παραδόσεις και αρχιμαλάκες πρωτοπόρους, η ρουφιάνα. Το άδικο την πνίγει. Λογικό. Είναι όρθια ενώ οι άλλοι κάθονται. Μοιάζει δεκαέξι, δεκαεφτά χρονών.

- Είναι κατάσταση αυτή; Εμείς όρθιοι και οι μαύροι να κάθονται;
- Γιατί; Σκάκι παίζουμε και τα λευκά προηγούνται;  μπαίνω με το ρολάκι μου.
- Ε; Τι λέει, θεία; 
- Ας βγάλουν νόμο. . . Οι ροζ με μοβ βούλες να μένουν όρθιοι και οι υπόλοιποι να την αράζουν. . . Ή αυτοί που κατουράνε καθιστοί. . . Κανένας νομικάριος δεν υπάρχει να λύσει το θέμα; Που είναι οι υπάλληλοι του ΟΣΕ; Μάλλον την κατάλαβαν την δουλειά' ο οργανισμός πάει για σφάξιμο και πήδηξαν από το τρένο. 
- Θεία, είναι τρελός αυτός.
- Όχι θέλω να κοιμηθώ και εσείς φωνάζετε.  . . Ρε θεία, μάζεψε την. Δεκαεφτά χρονών και την πνίγουν από τώρα τα άδικα;
- Είκοσι ένα είμαι.
- Είκοσι ένα; Δώστε μια έκπτωση στην κοπέλα, ένα κουπόνι, κάτι. . . Ο κόσμος είναι δικός της.
- Τι λες ρε; 
- Είκοσι ένα. . . Κάνε υπομονή. . . Έρχονται όλα τώρα στο πιάτο. . . Θες δεν θες, θα το φας. . . Μαζί με το πιάτο.
- Θεία. . .
- Μη σου πω και το ταψί.
- Θειαααα. . .


  Η θεία πάει κάτι να πει αλλά έρχεται ένας υπάλληλος κοντά στην σύνταξη του και όλους τους βολεύει. Αυτοί πρέπει να κρατάνε τις τύχες του έθνους, σκέφτομαι. Να γίνει ένα κόμμα με αυτούς. Να γίνει ένα κόμμα με αυτούς που παρκάρουν μπρος στις ράμπες αναπήρων, με αυτούς που την βγάζουν τζάμπα καμιά δεκαπενταετία σερί, με εκείνους που έχουν ένα αρχίδι ή με τους άλλους που κάνουν το σταυρό τους έξω από τις τράπεζες.

 Θέλω να κοιμηθώ. Νομίζω ότι δεν θα ξυπνήσω αλλά ευτυχώς όμως, ανά μισή ώρα με ξυπνάνε να με ρωτήσουν αν αυτή είναι η θέση μου.

- Ναι, αυτή είναι η θέση μου. Αυτή. . .  Δεν γράφει το όνομα μου βέβαια, αλλά αυτή είναι. . .  Θα σας έδειχνα και την γυναίκα μου αλλά δεν την έχω πρόχειρη. . . Ξεκάνει άλλους τώρα μακριά μου αλλά εγώ είμαι μαζί τους . . . Δεν θέλω τίποτα άλλο από αυτή την θέση απόψε. . . Ίσως μια εξάδα μπύρες και ένα τηλεβόα για να συνεννοηθούμε. Να ουρλιάζω πιο δυνατά από σας. . . Τόσο δυνατά που να μην ακούτε τι λέτε και έτσι να συνεννοηθούμε μια και καλή. 

 Τελικά με παίρνει ο ύπνος. Όταν φτάσαμε Θεσσαλονίκη με ξυπνάει ο διπλανός μου.

 - Φτάσαμε. 
 - Γιατί;

 Δεν απάντησε.

 Κοιτάω από το παράθυρο. Ψιχαλίζει.
 Βοηθάω την απέναντι να κατεβάσει την βαλίτσα της. 

- Σε ευχαριστώ.

 Πάει καλά.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

έξω από το κεφάλι σπάει

 για τον Βασίλη Θ.
δυο καημένοι
ένα μεσημέρι
δεν βάλανε φωτιά στην πόλη / τα μέσα μου ρημαγμένα, σπασμένα, να παίξεις,
παζλ με τα συντρίμμια / οι γιατροί στοιχηματίζουν λες και ξέρουν / λες και θα χάσουν τίποτα / τα μέσα μου όμως. . . Ξεκινάει σαν παιδικό τραγούδι. . . Μπαίνει σαν καταπέλτης μια Μarimba από κόκαλα καμήλας και ένα μπαταλιασμένο Bendir ζωγραφιστό από χέρια μάγισσας που στο πόνο της επιπλέει - την χάζεψα μια φορά και δυο - και κραυγές σαν σημειώσεις, σφήνα στη γενική εικόνα, λεζάντα κοπανισμένη. . .  Μετά. . . 

 θα του έλεγε αν δεν τον κουτουλούσαν και θα της απαντούσε αν δεν ήταν τρελή. . .

  - Μιλάς πολύ χαζή καρδιά, ένα τσούρμο από το στόμα σου κι όλο παλιά. . .  Σαν εκείνον τον ξεναγό που σκάει στις γωνιές τις πόλης με τα φαγάδικα και τις εκκλησιες και ρουφιανεύει εγκλήματα πολλά και ομορφιές. Είσαι όμως ετοιμόλογος. . .


- Γιατι ακούω συνέχεια μαλακίες και κάτι με τσιγκλάει να απαντήσω. . .

- Από αρχαιοτάτων χρόνων και δεν έζησε κανείς τους. . . Για ό,τι και να καμάρωναν, για ό,τι και να κρύψαν,θάψαν, βαλσαμώσαν. . . Δεν πήραν τίποτα χαμπάρι. . .


  Ήταν και είναι τρελή - μπορείς να την πεις έτσι, αν δεν ρίξεις μια ματιά τριγύρω - αλλά αν είσαι γεννημένος για περιπέτεια και κωμωδία, πρέπει να είσαι δίπλα της και να την αγαπήσεις, ενώ ουρλιάζει ή σε σημαδεύει. . . Έτσι το είπε σε μια που κοιμάται ξεσκέπαστη με το Αμερικάνο όνειρο, όταν τον ρώτησε τι είναι αγάπη. . . - Να τους βλέπεις να φεύγουν τρομαγμένοι, να τρέχουν μην τους πετύχει και από απόσταση ασφαλείας να κάνουν πνεύμα σκατόψυχο. . . Και εσύ να την πλησιάζεις και να μην την ρώτας τίποτα. . . Δίπλα της, εκεί. . . Ό,τι και να γίνει. . . Ή ό,τι δεν γίνει. . .
- Μα θα σου φάει την ψυχή αυτό. . .
- Και ποιος σου είπε ότι έχω ψυχή; Δυο - τρεις καλές ιστορίες και μια απάντηση στο στόμα. . . Α, και ψυχραίμια. . . Κάποιος δεν πρέπει να την αγαπήσει;
- Ε, από οίκτο. . .
- Καμία σχέση. . . Πάμε να σκοτωθούμε, πριν μας ξαπλώσουν χωρίς να στρώσουν. . . Πάμε  να γίνουμε λίγοτερο ξεφτιλισμένο ένα, στο δρόμο για κάτι καλύτερο. . . Σαν ήρεμα τεταρτάκια μεσοπολέμου έως να μας καθαρίσει ένα γέλιο και οι απόγονοι να έχουν λαμβάνειν, ένα βαρέλι αρχίδια, εύχες, χρέη. . .



  Ένα βράδυ χορεύαν βαλς - εκείνος, ατσούμπαλος του κερατά, προσπαθούσε να μην την πατήσει, να κρατήσουν ένα ρυθμό - και της έπιασε τον κώλο. . . Εκείνη κοκκίνησε και του είπε - Μην μου πιάνεις τον κώλο ρε όταν ονειρεύομαι. . . 

- Μα αφού και αυτός όνειρο είναι. . . και συνεχίσαν τον χορό, χωρίς να την πατήσει ούτε μια φορά επίτηδες.



Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

ψ.


ο μολυβένιος της
γέμισε τις σελίδες

εκείνη τις έσκισε
γιατί ήταν βέβαιη

τώρα ή γρήγορα

ό,τι γραμμένο
είναι ψέμα


για αυτό
και μένει.

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ηρωικόν


482 χρόνια σκλαβιάς,
πόσοι εργολάβοι,
μεροκάματα, μακελειό
και ρουφιάνοι
μέχρι να γυρίσουμε πάλι πλευρό

χορός σακατεμένων, παστωμένων
- γύρω γύρω όλοι
βαράτε τον καριόλη -
και τα καθίκια με τα δίκια τους
απλωμένα


θα ανταμωθούμε αδιάβαστοι
στον αγύριστο
μέσα από τους δικούς μας καπνούς
πάνω από χώματα ζεστά
κάτω από ουρανούς κατουρημένους.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Μ.Τ.


 η αγάπη μου είναι το κοριτσάκι με το φλογοβόλο,
 κλείνει με θόρυβο παλιά τεφτέρια και
 γαμοσταυρίζει το σύμπαν

 είναι μικροκαμωμένη
 είναι δικτάτορας
 που τον αγαπάνε όλοι
 τραγουδάει με το στόμα γεμάτο
 και δίνει το σώμα της για μόνο κρουστό.

 ξέρει μόνο ό,τι έχει δει
 ό,τι ήρθε κατά πάνω της με φόρα
 και φεύγει πριν την διώξουν.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

9:12


   Φαινόταν άρρωστος. Δηλαδή δεν είχε γιατρούς δίπλα του. Ήπιε ένα μπουκάλι λικέρ βύσσινο και άρχισε τις απειλές. Θα σας κάψω ρε. . . Μετά από αυτό κάποιος του ζήτησε φωτιά και του είπε Θέλουν ρέγουλα τα ηδύποτα και πριν φύγει του συμπλήρωσε Όσο χάλια και να είμαι, ξέρω όταν σε δω, θα γελάσω, θα αλλάξουν τα πάντα, τουλάχιστον για λίγο. Για λίγο. Το πάν είναι για λίγο. Εκείνος ρωτούσε με κάπως επιθετικό τόνο όποιον τύχαινε να είναι δίπλα του  Σου έχουν πει ποτέ ''Σ' αγαπώ;''  Όλοι λέγανε κάτι διαφορετικό που είχε την ίδια κατάληξη. Εκείνος το είχε ακούσει;. . . Ναι, το είχε ακούσει. Είχε να φάει αλλά δεν είχε όρεξη και από χαμόγελα άλλο τίποτα. Σε λίγο θα ξημέρωνε και το πρώτο λεωφορείο θα ξεκινούσε. Ο πατέρας του, του είχε πει ότι παλιά το πρώτο δρομολόγιο ήταν δωρεάν αλλά μετά καταργήθηκε το μέτρο αυτό. Βολτάρανε τα μεγαλεία παλιά.
  Σκέφτηκε να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι. Η απόσταση ήταν μεγάλη αλλά δεν την υπολόγιζε. Αν μπορείς να πας με τα πόδια, δεν είναι μακριά. Αν υπάρχει κάτι άλλο πιο μακριά - δεν είναι μακριά. Παραπατούσε και δεν υπολόγιζε. Πέρασε από το σπίτι του γαμίκου του φίλου του στην Αρμενοπούλου, χτύπησε, αλλά εκείνος έλειπε. Του άφησε μερικά τσιγάρα στην πόρτα κι ένα μπουκάλι σιρόπι που είχε στην τσέπη και τράβηξε για το σπίτι του.
  Σε όλη την διαδρομή έβγαιναν φράσεις από το κεφάλι του. Μικρές, μικρές φράσεις που δεν είπε ποτέ σε κανέναν. Λεζάντες χωρίς εικόνες από πάνω για καβαλάρη. Θα τις θυμόταν όταν έφτανε σπίτι του, να τις γράψει πριν κοιμηθεί, ήσυχος για την ομολογία της ημέρας;  Τουλάχιστον θα προσπαθούσε να τις θυμηθεί και αυτό ήταν κάτι που τον κρατούσε για να συνεχίσει και συνέχισε  παραπατώντας.
 Πάντα όμως τελειώνε σε εκείνη το όλο πράγμα. 
 Δεν θα σφαχτούμε απόψε,ε; Αλλά πρέπει να είσαι ήσυχη. . . Και ο άλλος δίπλα σου πιο ήσυχος, το κάθαρμα. Αλλά τι φταίει. . . Και αυτός μια γυναίκα αγάπησε. . . Πήγαμε βλέπεις και οι δυο και παραγγείλαμε δυο μέτρα γη να ξαπλώσουμε. . . Πού να βολευτούμε και οι δυο να γίνουμε λιπάσματα. . . Και εκείνη η ρουφιάνα. . . Ένας στους δυο κερδίζει. . . Έτσι έλεγε. . . Και να μην μπορώ να βάλω φωτιά σε αυτή την πόλη. . . Ξημερώνει σε λίγο και πρέπει να θυμήθω σε ποιούς θα ζητήσω συγνώμη πάλι. . . Νομίζω ότι θα είναι λιγότεροι αυτή την φορά.

. . .

   Εκείνη ήταν ξαπλωμένη και έπαιζε νευρικά με την βέρα της. Ο άλλος δίπλα της κοιμόταν. Πήγε στο σαλόνι και άνοιξε την τηλεόραση. Είχε μια ταινία με ένα λιγομίλητο τύπο που όταν έβλεπε αδικία γαμούσε και έδερνε με το κανόνι του. Στο τέλος της ταινίας αυτοκτόνησε, με το κανόνι του,  επειδή κατάλαβε ότι ήταν άδικος και ο ίδιος. Άδικος με τον εαυτό του. Μπορεί όμως και να βαρέθηκε το όλο πράγμα γιατί η ταινία σερνόταν.
  Όταν τελείωσε η ταινία σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Πήρε από το ψυγείο μια εξάδα μπύρες. Ξάπλωσε το τραπέζι και άρχισε να τις καθαρίζει. Μια, δυο, τρεις. . .Μηχανικά. Δεν θα προλάβαιναν να ζεσταθούν. Από την τσέπη του νυχτικού της έβγαλε το κινητό και τα τσιγάρα της. Καρέλια λευκή κασετίνα. Κοίταξε το κινητό της. Καμιά κλήση. Στο πακέτο όμως είχε τρία τσιγάρα, αντί για ένα που νόμιζε. Αυτό της έφτιαξε κάπως την διάθεση.


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Σ.Β.


- Κανένα νόημα. . . είπε και άρχισε να χοροπηδάει μες στο σπίτι. Δεν τον κυνηγήσαμε να τον πνίξουμε τον πούστη, θα κουραζόταν και θα καθόταν σε μια γωνιά να του εξηγήσουμε πολλά. Δεν είχαμε και πολυέλαιο και ακροβατικά του τέλους. Έτσι και έγινε.
   Συμμάζεψα λίγο και βρήκα τις σημειώσεις του. Σημειώσεις Θαλάμου 247. Μαλακισμένες μουτζούρες από όταν έγραφε. Μετά το μυαλουδάκι του νερούλιασε. Υγεία για αυτόν, στοπ και δεν πήγε παρακάτω. Ήταν όμως μια εποχή - ίδιοι πάντα μαλάκες, κάτι οικογένειες ΝΑ, δυο χιλιάδες χρόνια και να τα μαγαρίζουν για να μοστράρουν τις μούρες τους - που έσκαγε σε σπίτια γνωστών και όσων φίλων του μείνανε, με μια τσάντα firestone φίσκα στις μπύρες, στίχους του μακαρίτη Τραΐανού ( δικούς του ανεπανάληπτους στην φτωχομπινεδιάρα ως διάθεση, ελληνική λογοτεχνία, ή ποιητές που έπιασε να μεταφράσει και ξαναγράψε από την αρχή ), και λίγα βιβλία. Έδινε και μοίραζε ο καριόλης από τα κλεμμένα και πήγαινε για ύπνο. Γυναίκα δεν φάνηκε ποτέ. Και όταν φαινόταν, του φαινόταν.

  Βρήκα αυτές τις σημείωσεις και έριξα ένα βλέφαρο να περάσει η ώρα.


  Τον Γκιζίκη να κάνουνε Εθνάρχη - πρακτικά μιλώντας και σφυρίζοντας όπως πάντα.


   Κι αφού πάτησαν σκατά
   χόρεψαν κλακέτες.



 Μια συμμορία από το Αγρίνιο στο κέντρο της Θήβας. Βασανίζαν έναν δικό τους, Αγρινιώτη, μισό μέτρο παιδάκι και έκλαιγε. Χρειάστηκε μόνο ένας Λαρισαίος να τους σκορπίσει.


  Αντιγόνη;  Χα. . . Πρώτα έμαθε να μιλά, να χορεύει και μετά είπε να με σκοτώσει. . . Ψόφα εσύ και βλέπουμε, έλεγε. . .



  Γιατροί που ζητάνε προκαταβολή.

  
  Στις ράγες, στις ραγάδες, στις πουτάνες, στις συμπληγάδες. . .


  Ο Καρούζος και ο Σαχτούρης, δυο μακρινά ξαδέρφια. . . ο Κάφκα, μπουρδελιάρης.


  Ο Ξεναγός. . . ο Ξεναγός. . . ο Ξεναγός. . .


  Θεσσαλονίκη - η σκατομοιρασιά του '42 και μετά. . . και η σκατοψυχιά-υπερπαραγωγή συνεχίζεται. . .


  Ένα τσούρμο να ρωτάει, διακριτικά, ΄΄Να γελάσουμε τώρα;΄΄.


  Σε όποια ταινία, σε όποιο πλάνο να έσκαγε ο Κασσαβέτης στην οθόνη, ήξερε ότι όλα θα πηγαίνανε καλά.

  
  Ερωτικός/οικονομικός μετανάστης στην Ουγγαρία με ρωτάει αν μου κολλάνε ένσημα.
  

  Ο Σελίν, ο γιατρός από τον Άδη που είπε ο άλλος, μοιράζει συνταγές σε φτωχοδιάβολους.


  Μια στιγμή κέρδισα - το μπουκάλι που πέταξες ξυστά με πήρε - και άρχισα να κοπανιέμαι από τα γέλια.


  Ο Νικόλαος Βότσης - αυτός, χωρίς την προτομή και τα γαλόνια - με τετρακόσιους κόσμους μέσα του, να κουδουνίζουν και εκείνος να σιωπά, να παρελαύνει και να μοιράζει το μεγαλείο του. Από το οργανωμένο κουμαρτζίδικο ως το παλκοσένικο που χτυπιέται - ίδιος, ακέραιος.


  Σινικά υπόγεια στην εξυπηρέτηση της σύνθεσης - και πάθος, με κέφι.


  Ο Ντίνος να με σώζει, ενώ όλα πάνε να βρεθούν στο διάολο. . . Με ένα χαμόγελο. . .


  Οι εκπομπές του Ρ, - ΄΄. . . δεν ξέρανε ότι είναι κωλοπετινίτσα, δεν θα λυθεί τίποτα, κι αν πεθάνετε όλοι εδώ εσείς, σκοτώνοντας οι μεν τους δε. . . .΄΄


  Από αυτόν τον άχρηστο, έβγαλες θαύμα και δεν πήρες χαμπάρι.


 Και οι δυο ηττημένοι; Τι λέτε καλέ; Τότε γιατί η σφαγή;


 Λείπανε στο τσίρκο αυτό, γαλλοθρεμμένοι - και όξωθρεμμένοι - μαλάκες - την αλήθεια να την λέμε.


 Ο Σκαρίμπας με τον Πεντζίκη, τραβάνε σε μια ταβέρνα στην Χαλκίδα, να φάνε ψαράκι που δεν θα φτάσει ποτέ.


 - Κοίτα να δεις. . . Αυτή την σκατοδουλειά δεν την κάνω, γιατί εμένα με περιμένουν τα παιδιά  μου να με δουν, να με χαρούν σπίτι μου.
- Και εγώ έχω ρε παιδιά. . .
- Ναι αλλά έτσι που σε κόβω, δεν πρέπει να σε περιμένουν τα παιδιά σου.


 Μαρία. . . Ας αρχίσει η μουσική.




Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

ενώ έλειπε ο τρίτος


- Κάτι κωμωδίες, αδήλωτες, μέχρι να τις ξεψαχνίσουν, καριολίκι από τα παρασκήνια, μαριονέτες που ακροβατούν με στιλ στα σκοινιά - θηλιές, οδοντικό νήμα - και
κάτι προηγουμένως δράματα ασήκωτα για έναν - αν μαζευτούν πολλοί μοιράζεται το πράμα/δράμα - μέχρι να σκάσει ένας από το πουθενά, με ένα αλεξικέραυνο στο κεφάλι και με την βλακεία στην μούρη και ρωτάει τι ώρα θα φάμε; γιατί τρωγόμαστε; αυτός εκεί, εκεί μωρέ, ο μυστήριος, γιατί θέλει να μας σκοτώσει; 
- Ε, γιατί εμείς είμαστε εδώ.
- Αντιλαλούν τα αρχίδια.
- Κουνάνε και το δάχτυλο.
- Γιατί δεν ξέρουν που να το βάλουν.
- Γιατί δεν έχουν που να το βάλουν.
- Της παλιάς σχολής.
- Δηλαδή;
- Πληρωνόντουσαν σε δραχμές.
- Α, αυτοί που είχανε τις πόρτες τους ανοιχτές.
- Γιατί δεν είχαν τίποτα της προκοπής για να τους κλέψουν.
- Δώσε κώλο στην οργή φωνάζουν τώρα.
- Ευτυχώς είμαστε εδώ.
- Καλύτερα και από καλά.
- Και δεν κοροϊδεύουμε και κανέναν.
- Το πολύ πολύ να χωθούμε σε καμιά τσέπη.
- Ίσα ίσα να μας ζεστάνει η φόδρα.
- Να την ζεστάνουμε και εμείς
- Μετά πάλι χαμαλίκι και χαρά.
- Και χαράμι όλα.
- Και χάραμα από την χαραμάδα.
- Και χαρακίρι και προτελευταία λόγια.
- Ουουουουου. . .
- Σκάσε, θα μας φολάρουν πάλι.
- Και από μόνοι μας. . .
- Ελεύθερα. . .

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

B.


σε χαίρομαι αλλά δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω για τίποτα

σε φαντάζομαι όμως να αλλάζεις λίγο

για λίγο


να δηλώνεις εύκολα χαμαλίκια, αποκαθηλώσεις
 βερεσέδια και λιπάσματα

να συνδυάζεις πράγματα ασήκωτα και να τα σερβίρεις αγνώριστα
στραπατσαρισμένα, νόστιμα

θα προχωρήσεις  - αρρώστιες δεν θα σε ταλαιπωρήσουν
παρά μια και καλή -

έρωτες και προκοπή δεν θα ΄χεις
και έτσι θα αυτοσχεδιάσεις

από αυτά που χάθηκαν για να βρεθούν να μοιράσεις
επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο και πιο πέρα λίγο

για λίγο.


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

από τον ΄΄Ξεναγό΄΄



  Σαν αποθηκούλα είναι. Πολύ πράμα. Ένα ζευγαράκι έφτυνε και γελούσε. Με το που το σάλιο έπεφτε στην θάλασσα, μια πρασινωπή λάμψη φαινόταν και το ζευγάρι συνέχιζε να γελάει ικανοποιημένο ότι με το σάλιο τους φτιάχνουν αστέρια ενώ τα παραπέρα ζευγάρια πιασμένα χάζευαν ψηλά.
  Άλλοι χαλαροί με τις πετονιές ψαρεύουν. Ένας έπιασε ψαράκι με τρία κεφάλια και ένα πόδι. Μιλούσε φλαμανδικά. Έχεις πάει στο Βέλγιο; Έχεις διαβάσει τον Μονόλογο του Λεοπόλδου, που έγραψε ο δαίμονας Twain; Όχι; Δεν πειράζει, θα σου πω μετά. . . Τι να πειράξει άμα δεν διάβασες ένα βιβλίο. Όλα τα ίδια λένε. Γιατί νομίζεις ότι τα γραπτά μένουν, ματάκια μου; [ Μας διακόπτει ένας κύριος που ρωτάει αν πάει καλά για Ιπποκράτειο. Τον στέλνω Θεαγένειο, με ευχαριστεί και χάνεται.] Τι έλεγα; Αποθηκούλα. . .  Πλαστικές σακούλες με δεκαχίλιαρα, πεντοχίλιαρα και πιο παλιά τον δημοσιογράφο George Polk, δεμένο χειροπόδαρα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Στο στομάχι του αστακός και μπιζέλια. Ακολούθησε δίκη - με κάτι τέτοιες δίκες είσαι σίγουρος ότι η νομική είναι επιστήμη, όπως όταν ο Mengele εφημέρευε και ο Φρόυντ τα έβγαζε όλα από το κεφάλι του. . . Θα αγοράσω στον ανιψιό μου το Σύνταγμα του κράτους, σε έκδοση τσέπης, version για πεντάχρονα, να το καταχαρεί. . . Γελάς; Υπάρχουν και άλλα. . . Αμάξια που φουντάρησαν - ένας φαντάρος πήρε το τζιπ του διοικητή του και βγήκε να βολτάρει με την κοπέλα του, έχασε τον έλεγχο και βούτηξε. Σώθηκαν και οι δυο και εκείνον τον περάσαν στρατοδικείο. Καμιά δεκαπενταριά πιάνα που έριξε το κολλητάρι του Δαλαμάγκα στο τσακίρ και εν πλω κέφι. Καπότες, σκατούλες, ποδήλατα, ένα προσχέδιο των Σημειώσεων Θαλάμου 245, παπούτσια, καβουράκια βραχνιασμένα. Έχει πράγμα πολύ. Αποθηκούλα.